Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Μετά τις Βουλευτικές του 2007 τα ξαναλέει ο Σεφερτζής



Από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27.10.2007

Ενας ανασχηματισμός που δεν έγινε ποτέ

Το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ χάθηκε το 2003, όταν ο Κ. Σημίτης απέτρεψε τις ολοκληρωτικές αλλαγές στην κυβέρνησή του

Του Γιωργου Σεφερτζη*

Αν και, προσχηματικά τουλάχιστον, η κρίση που σήμερα απειλεί την ενότητα του ΠΑΣΟΚ ανατροφοδοτείται από την αντιπαράθεση των εμπλεκόμενων πλευρών αναφορικά με τους όρους υπό τους οποίους η Αξιωματική Αντιπολίτευση θα μπορέσει να ξαναβρεθεί σε τροχιά εξουσίας, η προσωποποίηση των αιτίων που την οδήγησαν ήδη σε δύο αλλεπάλληλες στρατηγικές ήττες είναι η πλέον απρόσφορη μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων ερμηνευτικών του παρελθόντος της και διδακτικών για το μέλλον της. Βέβαια, ένα αγνώστου μέχρι στιγμής μεγέθους τμήμα των φίλων και των μελών της φαίνεται να εναποθέτει τις ελπίδες του σε αυτόν που ισχυρίζεται ότι μπορεί ευκολότερα να νικήσει τον Καραμανλή. Στην πραγματικότητα, όμως, τα προβλήματα του ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να είναι δεκτικά μεσσιανικού τύπου λύσεων. Είναι κυρίως παράγωγα των εκκρεμοτήτων που έχει αφήσει πίσω του ένας ανασχηματισμός ιδεών, προσώπων και δομών που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Μπορεί η θέση αυτή να ενέχει ισχυρή δόση συμβολικής υπερβολής. Δεν απέχει, ωστόσο, πολύ από την αλήθεια χωρίς την οποία είναι δύσκολο το ΠΑΣΟΚ να ξεπεράσει την κρίση του και να αποκαταστήσει την ενότητά του και μαζί τη χαμένη πολυσυλλεκτικότητά του. Οποιαδήποτε άλλη συνθήκη ανάκαμψης μπορεί να είναι αναγκαία. Δεν θα είναι όμως ικανή να προσδώσει στο ΠΑΣΟΚ αυξημένη ανταγωνιστικότητα και την απαιτούμενη ελκυστικότητα.

Η κρίση πολυσυλλεκτικότητας δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του σημερινού ΠΑΣΟΚ. Είναι ενδημικό φαινόμενο του γεροντισμού ενός πολιτικού συστήματος, οι μεταδοτικές ασθένειες του οποίου δύσκολα μπορούν να περιοριστούν εντός των τειχών του ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών του ελληνικού δικομματισμού. Προσωρινά, το κεντροδεξιό σκέλος του επωφελείται του ανοσοποιητικού μηχανισμού που ενισχύει η εξουσία στην οποία έχει επανέλθει. Ομως, το κεντροαριστερό σκέλος του εμφανίζεται σήμερα ως ο αδύνατος κρίκος του, ακριβώς επειδή η απώλεια της εξουσίας αδυνατίζει μοιραία τα αντισώματά του.

Τα πρόδρομα σημεία του κομματικού γεροντισμού και της κρίσης του πολυσυλλεκτικού προτύπου είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από τις ευρωεκλογές του 1994. Για πρώτη τότε φορά ένα 15% περίπου των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων εγκατέλειψε τις εκλογικές του βάσεις, αμφιβάλλοντας για το νόημα και την ουσιαστικότητα των μεταξύ τους διαφορών.

Οποιος μπει στον κόπο να συγκρίνει τα ποσοστά εκείνων των εκλογών με τα αντίστοιχα των ευρωεκλογών του 1999 και των εθνικών της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007, θα ανακαλύψει αναλογίες που δεν είναι σίγουρα ούτε τυχαίες ούτε συγκυριακές. Είναι συμπτωματικές του τέλους μιας εποχής που πολλοί συνέδεσαν με το «τέλος της ιστορίας», την αποϊδεολογικοποίηση των παραταξιακών ανταγωνισμών και την υποκατάστασή τους από τους προσωπικούς ανταγωνισμούς των ηγετικών προτύπων.

Πρόκειται, όμως, τελικά για την απαρχή μιας νέας μορφής πολιτικοποίησης και ιδεολογικοποίησης των κοινωνικών αντιθέσεων και των εκλογικών συμπεριφορών, η ένταση των οποίων εξηγεί ώς ένα βαθμό τη βιαιότητα των συγκρούσεων που μαίνονται σήμερα στο ΠΑΣΟΚ. Η υπέρβαση της κρίσης αντιπροσωπευτικότητας των πολιτών, που ανησυχούν για το «μέλλον των παιδιών τους» και πιέζονται από τις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις, είναι σε τελική ανάλυση το μοναδικό κλειδί που μπορεί να ανοίξει τον κύκλο μιας νέας πολιτικής ισορροπίας. Οσο κι αν αυτή θα επηρεάζεται από τις απορρυθμίσεις της αγοράς, και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας, θα μπορεί τουλάχιστον να ενσωματώνει λειτουργικότερα την ανασφάλεια που εμπνέει σε διαρκώς αυξανόμενα τμήματα του εκλογικού πληθυσμού η απελευθέρωση και η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού.

Παράταση εξουσίας

Ο Κώστας Σημίτης είχε προσπαθήσει, χωρίς όμως επιτυχία, να εγκαινιάσει αυτήν την εποχή προτείνοντας το 1996 ένα νέο διαχειριστικό πρότυπο ηγεσίας. Κατάφερε έτσι να νεκραναστήσει το ΠΑΣΟΚ. Οχι, όμως, και να ικανοποιήσει πραγματικά τις μακροπρόθεσμες ανάγκες που άφησε ακάλυπτες η αντικατάσταση του οραματικού προτύπου που είχε ενσαρκώσει ο ιδρυτής του. Απέτρεψε την επίσπευση της στιγμής που το ΠΑΣΟΚ θα καθόταν στα σημερινά έδρανά του. Δεν απέτρεψε, όμως, τη συρρίκνωσή του.

Αν η ανάσα που πήρε με τη χρηματιστηριακή άνοιξη του 2000 δεν εξαντλούνταν μετά τις εκλογές της ίδιας χρονιάς, η ώρα αυτή θα είχε σημάνει από τότε. Η δεύτερη ευκαιρία που εξασφάλισε τότε οριακά δεν αφορούσε τόσο στο κυβερνών κόμμα αλλά στην προσδοκία ενός εύκολου πλουτισμού που έκανε ένα μέρος των αποστασιοποιημένων ψηφοφόρων του να επιστρέψει στην αρχική του κοίτη.

Εν τω μεταξύ, όμως, ξεχάστηκε το γεγονός ότι η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη διχασμένη ανάμεσα στους «νεοφώτιστους εκσυγχρονιστές» που πριμοδοτούσαν την «ισχυρή Ελλάδα» των παραγωγικότερης ηλικίας, υψηλότερης μόρφωσης και ανώτερης εισοδηματικής τάξης ψηφοφόρων, και στους «παραδοσιακούς σοσιαλιστές» που έμειναν πιστοί στο όραμα μιας «πατριωτικής Ελλάδας» ακολουθούμενοι κυρίως από τους μεγαλύτερης ηλικίας, χαμηλότερης μόρφωσης και επισφαλέστερης κοινωνικής θέσης ψηφοφόρους.

Μακριά από την κοινωνία

Στην προϊωνιζόμενη από την επομένη των εκλογών του 2000 διάζευξη του ΠΑΣΟΚ από τα παραδοσιακά κοινωνικά του ερείσματα συνέβαλαν τρεις πρωταρχικοί παράγοντες.

Ο πρώτος ήταν το χάσμα ανάμεσα στους άμεσα επωφελούμενους από την οικονομική μεγέθυνση των μεγάλων έργων και των συγχρηματοδοτούμενων από το Γ΄ ΚΠΣ «αναπτυξιακών σχεδίων» και στους διαρκώς και περισσότερο προκαλούμενους από τον νεοπλουτισμό των παλαιών συντρόφων που είχαν «πιάσει την καλή» χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες της διάψευσης των χρηματιστηριακών προσδοκιών.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η επιτυχής επικοινωνιακή ταύτιση της Ν.Δ. με τα διαρκώς αυξανόμενα καθημερινά προβλήματα των πολιτών, που μετέτρεψε σε όπλα εναντίον των αντιπάλων της, δανειζόμενη το παλαιό ιδεολογικό τους οπλοστάσιο με το οποίο αποδόμησε την κοινωνική σημασία των έργων τους.

Ο τρίτος παράγοντας διευκόλυνε τον προσεταιρισμό των λαϊκών στρωμάτων από την καλπάζουσα προς την εξουσία Ν.Δ. και προέκυψε από την επιθετική αυταρέσκεια με την οποία η κυβέρνηση Σημίτη συμπεριφέρθηκε τόσο απέναντι στην εκκλησιαστική ιεραρχία, που διαφώνησε με την απάλειψη του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες, όσο και απέναντι στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που την έφερε αντιμέτωπη με τους εργαζομένους.

Φθάσαμε έτσι στις αρχές του καλοκαιριού του 2003 με το ΠΑΣΟΚ να δοξάζεται για την επιτυχή διεκπεραίωση της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε. αλλά να μην μπορεί να κεφαλαιοποιήσει ούτε καν το γεγονός ότι ο Κώστας Σημίτης είχε ενισχύσει την πρωθυπουργική του «καταλληλότητα» προβαλλόμενος διεθνώς ως ένας από τους καλύτερους διπλωματικούς παίκτες ενόψει της εμπλοκής του δυτικού κόσμου στην κρίση του Κόλπου.

Διαφαινόμενη ήττα

Ο ίδιος είχε ζητήσει από τον Μάρτιο κιόλας του 2003 να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου η έρευνα, ανάλογα με τα ευρήματα της οποίας θα σχεδίαζε προφανώς τις κινήσεις του μετά το πέρας της ελληνικής προεδρίας. Τα νέα, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου καλά. Το ΠΑΣΟΚ υπολειπόταν της Ν.Δ. κατά 14,5 μονάδες. Η οικονομική του πολιτική καταδικαζόταν από το 85% του δείγματος. Υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, η πρόθεσή του να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004 περιόριζε την εκλογική του βάση σε ποσοστά που μόλις άγγιζαν το 37%.

Η διερευνηθείσα πιθανότητα μεταβολής των κομματικών προτιμήσεών του σε περίπτωση αλλαγής ηγεσίας δεν κατέληγε ούτε αυτή σε ενθαρρυντικές ενδείξεις. Ακόμα και αν η ηγεσία αυτή μεταβιβαζόταν στον μακράν όλων των άλλων ηγετικών στελεχών προτιμώμενο Γιώργο Παπανδρέου, οι οποιεσδήποτε ευεργετικές επιπτώσεις δεν έπαιρναν σε καμία περίπτωση ανατρεπτικές διαστάσεις.

Ανατρεπτικές διαστάσεις μπορούσαν θεωρητικά να έχουν μόνο ολοκληρωτικές αλλαγές, σαν κι αυτές που αναμένονταν τότε να υπάρξουν από τον με πολλές προσδοκίες επενδυμένο ανασχηματισμό της κυβέρνησης Σημίτη. Οταν, όμως, ανέβαινα τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας, ο Τηλέμαχος Χυτήρης τα κατέβαινε, κομίζοντας στο press room τη λίστα μιας νέας κυβέρνησης που ελάχιστα διέφερε από την παλιά.

Εστω και αν ένας ριζικός ανασχηματισμός δεν είχε επιτρέψει στο ΠΑΣΟΚ να αναστρέψει τις τάσεις που το απωθούσαν στην αντιπολίτευση, θα μπορούσε ίσως να το επανασυμφιλιώσει με τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος (79%) που θεωρούσε επιτακτική τη γενική ανανέωσή του: από το επίπεδο των κεντρικών στελεχών (40%) και της συμπεριφοράς του (34%) μέχρι την αλλαγή του τρόπου επικοινωνίας του (34%), των στόχων του προγράμματός του (26%) και των περιφερειακών στελεχών του (16%).

Ο «κοινωνικός χάρτης»

Η επιτακτικότητα αυτών των αλλαγών θα φαινόταν έξι μήνες αργότερα συμπυκνούμενη στο γνωστό σύνθημα περί «αλλαγής των πάντων», που συνόδευσε την ενθουσιώδη υποδοχή της κατά τα άλλα καθυστερημένης και προβληματικής μεταβίβασης της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου.

Ο Κώστας Σημίτης δεν φάνηκε να συμμερίζεται τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις του λανθασμένου μηνύματος που είχε σταλεί με τον μη ανασχηματισμό της κυβέρνησής του. Ισως γιατί είχε κατά νου να πάει σε πρόωρες εκλογές μετά το καλοκαίρι. Ελπιζε άραγε ότι θα μπορούσε να τις κερδίσει με τις παροχές του «κοινωνικού χάρτη», τις τομές στο πολιτικό σύστημα με τον νέο εκλογικό νόμο (Σκανδαλίδη) και την προβολή των προετοιμασιών για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων;

Οι εκλογές πάντως αυτές δεν προκηρύχθηκαν ποτέ. Ο «κοινωνικός χάρτης» παρουσιάσθηκε με τρόπο που δεν συγκίνησε κανέναν. Ο εκλογικός νόμος υπέστη τους ακρωτηριασμούς της προκρούστειας κλίνης πάνω στην οποία τoν τοποθέτησαν τα ανήσυχα για την επιβίωσή τους μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας. Οι ανάγκες προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων μετατράπηκαν σε άλλοθι για την εξάντληση της τετραετίας.

Η ηγεσία στον Παπανδρέου

Οταν πια τον Νοέμβριο του 2003 η αλλαγή ηγεσίας είχε αρχίσει να συζητείται ως μοναδική διέξοδος από το επερχόμενο αδιέξοδο της εκλογικής συντριβής του ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπανδρέου ζήτησε να εκφέρω την άποψή μου σε μια συγκέντρωση στελεχών του που οργάνωσε στο υπουργείο Εξωτερικών.

Στην αισιοδοξία όσων λάμβαναν σοβαρά υπόψη την πεποίθηση άλλων συναδέλφων μου ότι «ο λαός δεν ήθελε να φύγει το ΠΑΣΟΚ, αλλά να αλλάξει», αντέτεινα ότι «ο λαός ήθελε να φύγει το ΠΑΣΟΚ για να αλλάξει». Κι αυτό γιατί εκείνο που κυρίως είχε αλλάξει ήταν ο τρόπος διαμόρφωσης των κομματικών προτιμήσεών του. Τότε, όπως και τώρα, η κοινή γνώμη ήταν κατ’ εξοχήν επιφυλακτική απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή ηγεσίας μπορούσε να παρουσιαστεί ως πανάκεια για την επίλυση βαθύτερων στρατηγικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Στο ερώτημα «τι μετράει περισσότερο όταν αποφασίζετε ποιο κόμμα θα ψηφίσετε», οι απαντήσεις των πολιτών δεν άφηναν τότε, ούτε νομίζω αφήνουν και τώρα, την παραμικρή αμφιβολία για το είδος και την κλίμακα με την οποία οι πολίτες ιεραρχούν τις διαφορετικές προτεραιότητές τους (βλ. σχετικό πίνακα).

Ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήξερε, λοιπόν, από τότε ότι το «δαχτυλίδι της διαδοχής» έμελλε να μεταμορφωθεί σε σταυρό ενός μαρτυρίου που θα συνεχιστεί έως ότου επιτύχει να πραγματοποιήσει τον ανασχηματισμό που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.


* Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής.

Σχετικά:

http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_2164.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_11.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/18-1999.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_2440.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_8216.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_2676.html
http://edo-peiraias.blogspot.com/2009/01/blog-post_2078.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Επικοινωνία: