Ξεφυλλίζοντας το πρώτο τεύχος της εξαμηνιαίας επιθεώρησης που εκδίδει η Λώρη Κέζα (www.keza.gr) με τίτλο «Να ένα μήλο», συναντήσαμε ένα τρισέλιδο με τον τίτλο:
"Επίμετρο του Δημήτρη Γ. Στεφανάκη για το μυθιστόρημά του «Λέγε με Καΐρα»".
Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961 στην Κέα (Τζιά) και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, κατά σειρά: Φρούτα Εποχής (2000), Λέγε με Καΐρα (2002), Το Μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία (2005) - Εκδόσεις Ωκεανίδα και Μέρες Αλεξάνδρειας (2007) - Εκδόσεις Πατάκη.
Έχει μεταφράσει επίσης έργα των Σωλ Μπέλοου, Γιόζεφ Μπρόντσκι Ε.Μ. Φόρστερ, Προσπέρ Μεριμέ, Τζον Απντάικ, Τρούμαν Καπότε, Μάργκαρετ Άτγουντ, καθώς και ιστορικές δοκιμές των Τομ Χόλλαντ, Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Τσαρλς Φρήμαν και Μάικλ Χάαγκ.
Το έργο του «Λέγε με Καΐρα» αναφέρεται στην περίοδο της δικτατορίας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που ζει στην Αθήνα, στις παρυφές μιας ιδανικής πολιτείας του αγοραίου έρωτα, την οποία διευθύνει η μυθική Καΐρα.
«Διασώζεται μέσα στο μυθιστόρημα η ατμόσφαιρα που έζησα ως παιδί, όμως τα βιώματα δεν είναι απόλυτα δικά μου», γράφει ο συγγραφέας.
Αντιγράφουμε το τρισέλιδο κείμενο από το πρώτο τεύχος «Να ένα μήλο»:
Επίμετρο του Δημήτρη Γ. Στεφανάκη για το μυθιστόρημά του «Λέγε με Καΐρα»
«Από το 1876 έως το 1940 στην περιοχή της Δραπετσώνας, στον Πειραιά, λειτούργησε ένα κτηριακό συγκρότημα που αποτελούνταν από 70 περίπου, οίκους ανοχής. Λόγω του μεγέθους του το συγκρότημα χαρακτηρίστηκε ως «Μέκκα του Εταιρισμού».
Πρόκειται καθαρά για ένα μοντέλο οργάνωσης της πορνείας σε γκέτο, με την εποπτεία του κράτους και με την ονομασία «Βούρλα».
Τα «Βούρλα» απετέλεσαν και κέντρο τιμωρητικού σωφρονισμού ανυπάκουων ή ατίθασων γυναικών. Κάθε τόσο, μετέφεραν εκεί γυναίκες επειδή είχαν διαπράξει κάποια παράβαση και τις ενέτασσαν σε «σπίτια» με ολιγάριθμους τροφίμους, για να «υπηρετήσουν» λίγες μέρες και να σωφρονιστούν.
Το Σεπτέμβριο του 1929 φαίνεται πως «υπηρέτησε» εκεί η δεκαεννιάχρονη προσφυγοπούλα Γαλάτεια Παρησιάδου.
Σύμφωνα με στοιχεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών «… Η Γαλάτεια Παρησιάδου, 19 ετών, εκ Μικράς Ασίας ορμώμενη, προσήχθη σήμερον, την 13ην Σεπτεμβρίου 1929, ενώπιον του αξιωματικού υπηρεσίας, κατηγορούμενη δια βαρείαν παράβασιν κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων της στην οικία του σιτεμπόρου Αναστασίου Μαρμαλιά, όπου ηργάζετο ως παιδαγωγός των τέκνων του. Μετά από την προβλεπόμενην εξέτασιν, εκρίθη ένοχος και απεφασίσθη η ολιγοήμερος ένταξίς της εις τα «Βούρλα», προς σωφρονισμόν. Σημειώνεται πως προέρχεται από πλουσιωτάτην οικογένεια της Σμύρνης, κατέχει σπάνιον κάλλος και εξαιρετικήν μόρφωσιν. Ο εγκλεισμός της να μην υπερβεί την μιαν εβδομάδα και να ενταχθεί σε «σπίτι» με ολιγάριθμες τροφίμους…
Α. Κουτσουμάρης
Αστυνομικός Διευθυντής.
Δέκα μέρες μετά η μικρή Γαλάτεια γράφει στην εξαδέρφη της Μαρία Παρησιάδου:
«Είναι σαν να γύρισα από την κόλαση του Δάντη, αγαπημένη μου Μαρία. Είναι απίστευτο το πώς ημπορεί να αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου μέσα σε μια και μόνον εβδομάδα. Και να φανταστείς πως, όταν άκουσα τον εγκλεισμό μου στα «Βούρλα» του Πειραιά, νόμισα πως επρόκειτο για γυναικείες φυλακές.
Μαζί με εμένα έστελναν άλλες τέσσερις κοπέλες. Η μόνη μπακιρού ήμουν εγώ, οι άλλες ήταν κουλαντρισμένες. Οι δύο ήταν καλά κορίτσια, οι άλλες δύο μου φάνηκαν καλτάκες [από το τουρκικό «καλτάκ» που σημαίνει δηλωμένη πόρνη].
Δεν θα λησμονήσω ποτέ τι επακολούθησε στο άκουσμα της απόφασης για τον εγκλεισμό μας. Κάθε μια με τη σειρά τους κι όλες μαζί ξεσπούσαν σε οιμωγές [από το οιμώζω= θρηνώ] και θρήνους. Αρχαίες ικέτισσες. Εκείνες ήξευραν, γι' αυτό τραβούσαν τα μαλλιά τους και έσκιζαν τα ιμάτιά τους και εκλιπαρούσαν να τις λυπηθούν και να μην τις κλείσουν στα «Βούρλα».
Μάταια όμως. Μείναμε μια νύχτα στο κρατητήριο. Η μία εξ αυτών αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της πάνω σε μια σκουριασμένη καριόλα [=κρεβάτι]. Αυτή γλίτωσε τουλάχιστον. Το άλλο πρωί μας μετέφεραν στον προορισμό μας.
Τα «Βούρλα» είναι ένας τόπος 12 μπάρεμου [=τουλάχιστον] στρεμμάτων στον Άγιο Διονύση, κοντά στο νεκροταφείο, το μετζαρλίκ, που λέμε εμείς. Ούτε που έχεις φανταστεί τέτοιους μαχαλάδες.
Μπαίνοντας στο κτήμα, βρίσκεσαι σε έναν ακάλυπτο χώρο. Μπροστά σου έχεις τρεις μπασιές χωρίς πόρτες. Προχωρώντας σε οποιαδήποτε από αυτές, το σκηνικό είναι παρόμοιο: μια στενόμακρη αυλή με σαράντα μέτρα βάθος. Δεξιά και αριστερά τα καμαράκια που δουλεύουν οι γυναίκες, σαν κελιά μοναστηριού. Μου θυμίζουν λιγάκι τα δικά μας αντρεσόλια. Εμένα με έβαλαν, ευτυχώς, στο δεξί κτίριο, στις μικρές, μέχρι δεκαοχτώ χρονών. Μπορώ να πω πως «έπεσα σε καλά χέρια».
Οι πόρτες ανοίγαν στις 9 το πρωί και κλείναν τα μεσάνυχτα. Τις καθημερινές η κίνηση είναι λιγοστή. Την Κυριακή όμως νόμιζες πως πέρασαν όλοι οι ασίκηδες [=λεβέντηδες, «γαμπροί», από το αραβικό ασίκης που σημαίνει ερωτευμένος, εραστής] Αθηνών – Πειραιώς.
Ο έρωτας εδώ είναι πολύ πιο φθηνός απ' όσο μαθαίναμε στα όνειρά μας.
Ένα εικοσιπεντάρι το γάμιστρο, ενώ οι πιο άσχημες και ηλικιωμένες κατεβαίνουν και στο δεκάρικο. Στο ισόγειο υπάρχει το καφενεδάκι για τους νταβατζήδες. Αυτοί όλη μέρα μπεκρουλιάζουν και δέρνουν τις γυναίκες τους. Στο πάνω πάτωμα στεγάζεται η Αστυνομία. Μια ομάδα αστυφυλάκων με υπαστυνόμο. Υποτίθεται πως προστατεύουν τις γυναίκες από πελάτες και προαγωγούς.
Δεν βαριέσαι.
Πεζεβεγκήδες Μαρία μου, ρουφιάνοι.
Μια εβδομάδα εγκλεισμού έφτασε για να καταλάβω το δράμα αυτών των γυναικών, να τις πονέσω και να τις νιώσω. Μια εβδομάδα σε αυτήν εδώ την κόλαση είναι αρκετή για να μισήσει κανείς τον κόσμο και τους άντρες. Την τελευταία ημέρα ήρθε και επέθανε στα χέρια μου η Σπεράντζα, μια γριά κούρβα [συνώνυμο της πόρνης, μεταφορικά από το λατινικό curvus, curva = καμπυλωτός]. Την είχαν μαχαιρώσει τα παλικάρια του ισογείου γιατί «δεν κατέβαζε πια γάλα» όπως είπαν.
Την ώρα που αγγελομαχούσε, φώναζε:
«Κάνε κάτι και για μας Θεέ μου. Κάνε κάτι και για μας τις γριές πουτάνες».
Αν υπάρχει Θεός, δεν μπορεί θα την άκουσε, Μαρία μου. Καταλαβαίνεις πως μετά από όλα αυτά δεν μπορώ να γυρίσω πια εκεί. Θα ακολουθήσω τη μοίρα που μου όρισε ο Θεός της Σπεράντζας. Έχω κάτι στο νου μου. Τα «Βούρλα» μου έδωσαν μια ιδέα. Αν τα καταφέρω θα σώσω πολλές ψυχές από τούτο δω το κολαστήριο».
Λίγους μήνες μετά, σ' έναν ερημότοπο της Αθήνας, μακριά από κατοικημένη περιοχή, ήρθε και έστησε την παράγκα της μια νεαρή Σμυρνιά προσφυγοπούλα. Επειδή κανείς δεν ήξερε το όνομά της την ονόμαζαν «Η Σμυρνιά».
Μέσα στη δεκαετία του '30 η διαβολεμένη αυτή γυναίκα κατάφερε να οικοδομήσει έναν ολόκληρο συνοικισμό πορνείας, που στα επόμενα χρόνια έμεινε γνωστός με το όνομα «Πουτανάδικα». Για όσους ήξεραν, εδώ ήταν η πραγματική «Μέκκα του Εταιρισμού».
Επρόκειτο για έναν πολυ-οίκο ανοχής, που με τολμηρές ανθρωπινοδικαιωματικές προσαρμογές, αποτέλεσε την αντίστιξη στη φρίκη των «Βούρλων».
Οι υψηλές υπηρεσίες που πρόσφερε απευθύνονταν σε παχιά βαλάντια. Τα κορίτσια δούλευαν εδώ για περιορισμένο χρόνο, σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας και αξιοπρέπειας, γνωρίζοντας πως μετά τα τριάντα είχαν εξασφαλίσει ένα σημαντικό αποταμίευμα και τη βάσιμη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Η διεύθυνση αυτού του ιδιότυπου γκέτο δεν έφυγε ποτέ από τα ικανά χέρια της εταίρας, που κάποιος νεορομαντικός ποιητής, σαγηνεμένος από τη λάμψη της, της έδωσε το προσωνύμιο «Καΐρα», με το οποίο έμεινε έκτοτε γνωστή.
Τα «Πουτανάδικα» έλαμψαν σαν άστρο πάνω από σαράντα χρόνια και έσβησαν μόλις στο λυκαυγές της μεταπολίτευσης, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τα «Βούρλα», αντίθετα, αυτή η εφιαλτική εκδοχή της πορνείας, σταμάτησαν να λειτουργούν το 1940, οπότε και μετατράπηκαν σε δικαστικές φυλακές.
Σημείωση Συγγραφέα: Πολύτιμα στοιχεία για τη σύνταξη αυτού του κειμένου αντλήθηκαν απευθείας από την έρευνα του Γρηγόρη Λάζου με τίτλο ΠΟΡΝΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΚΗ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (Εκδ. Καστανιώτη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου