Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ρομάνο Πρόντι: Η Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει μουσείο





[Άρθρο του Ρομάνο Πρόντι στον Αγγελιοφόρο (Il Messaggero) 15.11.2009]

Κατά τη διάρκεια ενός από τα πολλά συνέδρια σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση, ένιωσα ξαφνικά να διερωτώμαι κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μουσείο ή εργαστήριο. Μια ερώτηση στεγνή, έξυπνη στην οποία θα προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση σαφή και χρήσιμη.

Εάν κοιτάξουμε στο παρελθόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό εργαστήριο της σύγχρονης ιστορίας: Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην Κοινή Αγορά μέχρι τη διεύρυνση και τη δημιουργία του ευρώ, η Ευρώπη βρίσκεται στο προσκήνιο του μετασχηματισμού του σύγχρονου κράτους μέσα από τις αρχές της διεθνούς συνεργασίας και μέσα από τη σταδιακή αλλαγή της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας.

Όλα αυτά είναι χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία και μας έδωσαν τη δυνατότητα να απολαύσουμε μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας επίσης άνευ προηγουμένου.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστεί πρωτοπόρος στον κόσμο όσον αφορά το εισόδημα και επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο.

Μαζί με τη διεύρυνση και το ευρώ όλοι οι ηγέτες της ΕΕ και η Επιτροπή είχαν αποφασίσει να οικοδομήσουμε έναν πραγματικό συνταγματικό χάρτη για την εδραίωση των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των χωρών ώστε να καταστεί αμετάκλητη η διαδικασία της ενοποίησης της ηπείρου.

Στο σημείο αυτό ξεκίνησε ο μεγάλος φόβος για το νέο.

Εξαιτίας του φόβου της αλλαγής και της αντιμετώπισης όλων των ανησυχιών των ψηφοφόρων για τα φαινόμενα της μετανάστευσης και για τις αναγκαίες αλλαγές στα πρότυπα της ζωής και σε συνδυασμό με τα αρνητικά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι ηγέτες των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ έχουν αρχίσει να επιβραδύνουν την τελική πορεία με επίδραση σε όλους.

Έχουν προκαλέσει το κλείσιμο του εργαστηρίου.

Ως συμβιβασμός που φτάσαμε με μεγάλη δυσκολία υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας αν και αυτή τραυματισμένη από το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία και στη συνέχεια με δυσκολία επιτεύχθηκε με την επανάληψη του δημοψηφίσματος και την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας της Τσεχίας.

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν αν στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης κάθε χώρα πήρε το δρόμο της, αυξάνοντας μαζικά τις δημόσιες δαπάνες, εφαρμόζοντας μια συγκεκριμένη δημοσιονομική πολιτική και όλες προσπαθούν να βοηθήσουν την εγχώρια βιομηχανία εις βάρος των άλλων.

Έτσι, δεν αποτελεί ακόμη έκπληξη η διαπίστωση ότι, ενώ η Ασία έχει εξέλθει από την κρίση και οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν κάποια ένδειξη ζωτικότητας, η Ευρώπη είναι ικανοποιημένη με το γεγονός ότι η ύφεση δεν είναι τόσο ραγδαία όπως τους τελευταίους μήνες και υπάρχει κάποια αβέβαιη αχτίδα ανάκαμψης.

Εν συντομία, το ευρωπαϊκό εργαστήριο σταδιακά μετατράπηκε σε μουσείο με όμορφα έργα τέχνης αλλά και όλα τα σχετικά με το παρελθόν.

Απολαμβάνουμε τους καρπούς της μεγάλης ενοποιημένης αγοράς, αισθανόμαστε προστατευμένοι κάτω από τη γενική ομπρέλα του ευρώ, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να ανοίξουμε εκ νέου το εργαστήριο με νέα ερευνητικά προγράμματα.

Ωστόσο, είναι καιρός να το πράξουμε, επειδή, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, ο κίνδυνος να γίνει άνευ σημασίας για το μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας είναι πολύ υψηλός.

Γι' αυτό προσπαθούμε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αυτός, που αρχίζει από τις επόμενες ημέρες, κάνοντας χρήση του περιορισμένου χώρου που η Συνθήκη της Λισαβόνας μας δίνει.

Παρά το γεγονός ότι ένας συμβιβασμός στην ποιότητα προβλέπει το διορισμό του προέδρου της Ένωσης όχι πλέον για έξι μήνες, αλλά για μια ανανεώσιμη περίοδο δύο ετών και έξι μηνών.

Και προβλέπει επίσης παράλληλα την παρουσία ενός υπουργού Εξωτερικών της Ένωσης ο οποίος είναι και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που μπορεί να παρέχει μια πραγματική διπλωματική υπηρεσία.

Ακόμη και αν όλα αυτά δεν σημαίνουν ριζικές αλλαγές όπως στο παρελθόν, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ο ορισμός των προσώπων που βρίσκονται στην εξουσία αν διακατέχονται από ένα πραγματικό κοινοτικό πνεύμα μπορούν να βοηθήσουν τουλάχιστον ώστε να παρέχουν στο μουσείο ένα μικρό ερευνητικό εργαστήριο.

Διότι επαναλαμβάνω ότι δεν είναι αρκετό απλώς να κληθούν και να καλύψουν αυτούς τους ρόλους άτομα γνωστά στην παγκόσμια σκηνή.

Δεν αρκεί το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος γνωρίζει τον Ομπάμα ή τον Hu Juntau αλλά χρειάζεται να τους παρουσιάσει την επιθυμία του να ανοίξει εκ νέου το εργαστήριο με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Είναι ακατανόητο πώς αυτή η επιθυμία θα μπορεί να εκφράζεται από κάποιον που έχει διατηρήσει τη χώρα του έξω από το ευρώ και δεν ήθελε η Συνθήκη της Λισαβόνας να ανοίξει την πόρτα ούτε στον Ευρωπαϊκό Ύμνο ούτε στην Ευρωπαϊκή Σημαία.

Και ο οποίος ταυτόχρονα εκφράζει τη σταδιακή αποστασιοποίηση μεταξύ του Ευρωπαϊκού Λαού και Ευρωπαϊκών Θεσμών.

Ούτε μπορούμε να δεχτούμε ότι, όπως ψιθυρίζεται στους διαδρόμους, οι μεγάλες χώρες δεν αρέσκονται να προτείνουν υποψηφίους "ισχυρούς και ορατούς" από το φόβο ότι η ίδια η χώρα τους θα τεθεί στη σκιά.

Πρέπει να είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα φύγουν από τη σκιά μόνο όλες μαζί και αν θέτουν εμπόδια στο κοινό μονοπάτι, επιβραδύνουν και τη δική τους πορεία.

Στο Ευρωπαϊκό περίπλοκο παιχνίδι τις επόμενες ημέρες, οι ηγέτες των είκοσι επτά χωρών θα πρέπει να σταθμίσουν τόσο την προσωπική πολιτική εξουσία τους όσο και τη βούληση να επιβεβαιώσουν την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Και η Ιταλία έχει ασφαλώς κάποια άτομα που πληρούν αυτά τα κριτήρια.

Ωστόσο ακόμη και για ικανούς, γυναίκες και άνδρες, αυτή δεν μπορεί να είναι μια εύκολη διαδρομή, καθώς η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει μια Ευρώπη που εξακολουθεί να υποχρεούται να λαμβάνει μεγάλες αποφάσεις με ομοφωνία.

Αλλά σίγουρα οι ικανοί, γυναίκες και άνδρες, και εξοπλισμένοι με το κοινοτικό πνεύμα δεν θα δεχθούν να γίνουν οι φύλακες ενός μουσείου, αν και γεμάτου αριστουργήματα.

Περί δημόσιας αφερεγγυότητας





ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Το 2000 δημοσιεύτηκε ένα από τα πολλά άρθρα που αναφέρονταν στο δημόσιο χρέος και τη σημασία του για την Ελληνική Οικονομία.

Κάτω από την προοπτική ένταξής μας τότε στη ζώνη του ευρώ, κάτι που θα σήμαινε απώλεια του προνομίου άσκησης νομισματικής πολιτικής, η δημοσιονομική εξυγίανση και η δυνατότητα πραγματοποίησής της από τους αρμόδιους με ένα σχέδιο όπου το δημόσιο έλλειμμα δεν θα ξεπερνούσε ως ποσοστό εκείνο της αύξησης του ΑΕΠ, έπαιρνε υψηλή θέση στις ανησυχίες των οικονομολόγων.

Στο πλαίσιο αυτό και το επόμενο άρθρο του τότε καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιου Αργείτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σπουδαί" (τεύχος 1-2/2000) του Πανεπιστημίου Πειραιά.

Σήμερα και πάλι η (όποια) Ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τη δύναμη και το σθένος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στη ρίζα τους αλλά και να δώσει μια μεγαλόπνοη προοπτική δεκαετιών στην οικονομία ώστε με αυτές τις δύο στρατηγικές να καταφέρουμε να βγούμε όσο το δυνατό πιο αλώβητοι από τον ατέρμονα δρόμο της ύφεσης και τον καρκίνο του στασιμοπληθωρισμού.

Παλινδρομεί ψευδόμενη μεταξύ της κομματικής της βάσης, των συμφερόντων των τραπεζών που αργά η γρήγορα κάποιες από αυτές θα κατεβάσουν ρολά ή θα "συγχωνευτούν" (έτσι καλώς ή κακώς λειτουργεί η οικονομία) και των πιέσεων που δέχεται από το εξωτερικό καθώς μια αποτυχία οικονομική και κοινωνική της Ελλάδας θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των πολιτών και στις άλλες ασθενείς οικονομίες της Ευρώπης.


ΟΙ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΕΣ - ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η εμμονή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια, ελεγχόμενο τον πληθωρισμό αλλά και να στηρίζει παράλληλα το Eυρωπαϊκό νόμισμα, μια πολιτική που προσπάθησαν να ακολουθήσουν και οι Αμερικάνοι κεντρικοί τραπεζίτες, σε συνδυασμό και αντιστάθμισμα το Ιαπωνικό νόμισμα, δημιούργησε καταστάσεις φούσκας σε διάφορους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.

Φούσκα στην αγορά ακινήτων, φούσκα στις χρηματαγορές, φούσκα στα εμπορεύματα αλλά και φούσκα στη βιομηχανική παραγωγή στην Ασία και ειδικά στην Κίνα με τους τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης, φούσκα στο Ντουμπάι, κλπ.

Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να στηρίξουν αυτήν την πολιτική με ενεργοποίηση της στρατιωτικής τους μηχανής και τους πολέμους στο Αφγανιστάν, Ιράκ, κλπ.

Κάτι τέτοιο όμως δεν απέδωσε καθώς το διεθνές οικονομικό κύκλωμα είναι ήδη αρκετά παγκοσμιοποιημένο έτσι ώστε ούτε οι ΗΠΑ να μπορούν να το επηρεάσουν αποτελεσματικά αλλά και επειδή οι πολεμικές επιχειρήσεις δημιουργούν κλονισμούς στην ίδια την αμερικανική οικονομία και κοινωνία αλλά και προκαλούν στοχοποίηση του εσωτερικού των ΗΠΑ όπως έγινε με το προειδοποιητικό χτύπημα των δίδυμων πύργων.

Για το λόγο αυτό η Αμερική επέλεξε τελικά πολιτική διολίσθησης του δολαρίου έτσι ώστε να εξισορροπηθούν οι δυνάμεις των αγορών και να ξεφουσκώσουν (παραγωγικά) οι φούσκες.

Η Ευρώπη όμως συνεχίζει την ίδια πολιτική όπως και πριν.

Είναι πολύ πιθανό λοιπόν αργά η γρήγορα ενδεικτικά ο πληθωρισμός στην Ευρώπη να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προσπαθεί απεγνωσμένα και λανθασμένα να τον ελέγξει με περιοριστικές πολιτικές όπως είναι για παράδειγμα η αύξηση των φόρων, να ζήσουμε σκηνές αγρίου ροκ στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα φτάνουν μέχρι την αμφισβήτησή της.


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το κείμενο που ακολουθεί (απόσπασμα του άρθρου) τονίζει λίγο ως πολύ την Ελληνική παθογένεια όσον αφορά τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και μπορεί να διαβαστεί σχετικά άνετα από μη ειδικούς. Ολόκληρο το άρθρο παρατίθεται στο τέλος.


ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ, ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ Η ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ

Υπό Γεωργίου Β. Αργείτη, Πανεπιστήμιο Κρήτης


1. Εισαγωγή

Σκοπός της εργασίας είναι να διερευνήσει εμπειρικά, αξιοποιώντας το τεστ των Hamilton και Flavin (1986), τη φερεγγυότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα (the solvency problem).

Η σημασία αξιολόγησης της ύπαρξης ή όχι προβλήματος φερεγγυότητας συνδέεται με τη δυνατότητα έκδοσης νέου χρέους από την εκάστοτε κυβέρνηση, και κατά συνέπειαν με την άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Στην περίπτωση που ένα τέτοιο πρόβλημα υφίσταται, η κυβέρνηση, θεωρητικά, αντιμετωπίζει περιορισμούς δανεισμού, αφού μειώνεται η δανειοληπτική της ικανότητα.

Μια τέτοια εξέλιξη δημιουργεί αυστηρούς περιορισμούς στην άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής και ειδικότερα στο δημοσιονομικό της σκέλος.

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει εμπειρικά εάν υφίσταται πρόβλημα φερεγγυότητας στην περίπτωση του ελληνικού δημόσιου τομέα.

Το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και επικαιρότητα αφού συνδέεται με την συνθήκη του Μάαστριχτ και, όπως θα επισημάνουμε στην ανάλυση μας, με την προοπτική ένταξης της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). [Σημ. Όταν γραφόταν το άρθρο]

Θέτει επίσης το πρόβλημα της επανεξέτασης των στόχων και των μέσων του συνόλου της οικονομικής πολιτικής και όχι μόνο της μακροοικονομικής πολιτικής.

Το άρθρο χωρίζεται στις παρακάτω ενότητες.

Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια αξιολόγηση της σχέσης της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα με τη δημοσιονομική πολιτική και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Στη δεύτερη και τρίτη ενότητα αναπτύσσουμε το θεωρητικό και εμπειρικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα αξιολογήσουμε την ύπαρξη περιορισμού φερεγγυότητας. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τα οικονομετρικά αποτελέσματα και τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης που αφορούν την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής στην παρούσα φάση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

2. Περιορισμός φερεγγυότητας και δημοσιονομική πολιτική

Όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα στη σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία το Δημόσιο Χρέος αποτελεί σήμερα ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι εξελίξεις του προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αλλαγές όχι μόνο των δημοσιονομικών αλλά και άλλων μακροοικονομικών μεγεθών.

Οι μεγάλες δαπάνες εξυπηρέτησής του, οι οποίες συνδέονται άμεσα με τις πολιτικές ελλειμματικών προϋπολογισμών που έχουν εφαρμόσει οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και με το μεγάλο ύψος του συσσωρευμένου χρέους και τα υψηλά επιτόκια, επιβαρύνουν υπέρμετρα τον Κρατικό Προϋπολογισμό και δημιουργούν προβλήματα στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Για παράδειγμα, οι δαπάνες για τόκους το 1996 εκτιμάται ότι απορρόφησαν το 47.3% των συνολικών εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού (Εισηγητική Έκθεση, Προϋπολογισμός 1997).

Το πρόβλημα του χρέους δεν συνδέεται όμως μόνο με το ύψος του και τις δαπάνες εξυπηρέτησής του.

Η διάρθρωση του χρέους (βραχυχρόνιο και μακροχρόνιο), η δυναμική της αυτοτροφοδότησης που έχει αποκτήσει στην περίπτωση της χώρας μας, οι πιέσεις που ασκούνται στις εγχώριες αγορές χρήματος και κεφαλαίου για την χρηματοδότησή του, οι επιδράσεις του στη διανομή του εισοδήματος κ.ά. δημιουργούν σημαντικές μακροοικονομικές ανισορροπίες και αναπτυξιακές εμπλοκές.

Επιπλέον δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής κυρίως στο δημοσιονομικό της σκέλος.

Η διερεύνηση της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα της ελληνικής οικονομίας αποκτά σημαντικό ενδιαφέρον για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, γιατί συνδέεται άμεσα με την άσκηση της οικονομικής πολιτικής θέτοντας ερωτήματα όπως α) τη δυνατότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να ασκεί πολιτικές ελλειμματικών προϋπολογισμών και των επιπτώσεών τους πάνω σε βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές, όπως τον πληθωρισμό, τις επενδύσεις, το ισοζύγιο πληρωμών, κά., β) εάν τέτοιου είδους πολιτικές είναι ρεαλιστικές μακροχρόνια, γ) το πρόβλημα φερεγγυότητας που πιθανόν να δημιουργούν και δ) τις επιπτώσεις και τους περιορισμούς που θέτει η έλλειψη φερεγγυότητας πάνω στη διαδικασία διαμόρφωσης της δημοσιονομικής πολιτικής.

Δεύτερον, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στις διαδικασίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) υπάρχει έντονος προβληματισμός (βλέπε Torres και Giavazzi 1993, Kenen 1995) για τις συνέπειες από την ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική στην κάθε χώρα — μέλος στην πορεία προς την ΟΝΕ.

Εδώ το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στον τρόπο χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών, στις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ κυβερνήσεων σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής και στο πρόβλημα φερεγγυότητας που πιθανόν να αντιμετωπίζουν.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ υπογραμμίζει τη σημασία του τελευταίου, θεωρώντας ότι δημοσιονομικές πολιτικές που δεν είναι συνεπείς με τη μακροχρόνια φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα είναι πιθανό να προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες στη σταθερότητα της ΟΝΕ.

Σαν αποτέλεσμα, η ίδια συνθήκη επέβαλε μια σειρά από αυστηρούς κανόνες σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης, πειθάρχησης και σύγκλισης των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών της Ε.Ε. επιδιώκοντας την αύξηση του βαθμού φερεγγυότητάς τους.

Η κεντρική ιδέα πίσω από τη συνθήκη του Μάαστριχτ είναι ότι η φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα της κάθε χώρας — μέλους της Ε.Ε. θα συμβάλει αποτελεσματικά στη δημοσιονομική σύγκλισή τους, προϋπόθεση απαραίτητη για την επιτυχία της πορείας τους προς την ΟΝΕ, αλλά και τη μελλοντική σταθερότητα της τελευταίας.

Στη βάση της η ιδέα αυτή απορρέει από την έκθεση Delors (1989), η οποία θεωρεί ότι η νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική σύγκλιση είναι αρκετά πιθανό να οδηγήσει σε νομισματική και οικονομική αστάθεια.

Monetary Delors

Πιο συγκεκριμένα, εάν η υπερσυσσώρευση χρέους δημιουργήσει προβλήματα φερεγγυότητας σε μια χώρα — μέλος της Ε.Ε., οι άλλες χώρες είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν δημοσιονομικές ανισορροπίες ακόμη και στην περίπτωση που οι πολιτικές τους πειθαρχούν στο στόχο της δημοσιονομικής σύγκλισης.

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να προκαλέσει νομισματική αστάθεια ακόμη και νομισματική κρίση σε ένα περιβάλλον υψηλής νομισματικής αλληλεξάρτησης (Buiter, Corsetti και Roubini, 1993).

Αυτό είναι αρκετά λογικό, εάν σκεφτούμε ότι ακόμη και εάν δεν υπάρχει πρόβλημα φερεγγυότητας η πολιτική που θα εφαρμόσει μια κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων θα προκαλέσει αλλαγές στα επιτόκια και στη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος.

Έτσι, στη συλλογιστική των ιδρυτών της συνθήκης του Μάαστριχτ, ο περιορισμός των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ικανοποιεί μόνο τα ποσοτικά κριτήρια της δημοσιονομικής σύγκλισης, αλλά βελτιώνει το ποιοτικό κριτήριο της φερεγγυότητας, συμβάλλοντας στη σταθερότητα της ΟΝΕ.

Επιπρόσθετα, η βελτίωση της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα αλλά και η συνεπής επιδίωξή της από την πλευρά της εκάστοτε κυβέρνησης μειώνει τον εθνικό κίνδυνο αποτυχίας (national default risk premia) εισόδου στην ΟΝΕ.

Αυτό έχει θετικές επιπτώσεις στην επιτυχία της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο (σύγκλιση επιτοκίων και συναλλαγματική σταθερότητα μεταξύ των χωρών — μελών), και στην προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού και σταθερότητας των τιμών.

Με βάση λοιπόν το εμπειρικό αποτέλεσμα της παρούσας εργασίας πληροφορίες και συμπεράσματα θα προκύψουν σχετικά με τα εξής: α) αν οι δημοσιονομικές πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί στη χώρα μας κατά τη χρονική διάρκεια του εμπειρικού μας υποδείγματος εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα, β) αν μπορούν να συνεχιστούν στο μέλλον και γ) εάν τα χαρακτηριστικά του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της σχετικής περιόδου ήταν σταθερά.

Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με την αναλυτική προσέγγιση που υιοθετούμε στη μελέτη αυτή, εάν η εμπειρική ανάλυση απορρίψει την υπόθεση περί φερεγγύου δημόσιου τομέα, τότε αλλαγές στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής και στο μακροοικονομικό περιβάλλον (ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, πληθωρισμός, επιτόκια, δημόσια ελλείμματα) είναι αναγκαίες, πολύ περισσότερο στην περίπτωση που η χώρα μας επιθυμεί την ένταξή της στην ΟΝΕ.

Πρέπει επιπρόσθετα να επισημάνουμε ότι το όποιο τεστ φερεγγυότητας αξιολογεί τον βαθμό εφικτότητας και όχι ορθολογισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και των δημοσίων οικονομικών.

Ωστόσο, δεν υπάρχει δυνατότητα χρονικής εκτίμησης και πρόβλεψης των πιθανών αλλαγών στο δημοσιονομικό σκέλος της οικονομικής πολιτικής, αλλά μόνο εκτίμηση της αναγκαιότητας αλλαγών για επίτευξη σταθερότητας στα δημόσια οικονομικά.

Βέβαια, στην περίπτωση της συνθήκης του Μάαστριχτ, το επιβεβλημένο χρονοδιάγραμμα για το πέρασμα στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ λειτουργεί ως αυστηρός οδηγός προδιαγεγραμμένων αλλαγών στη δημοσιονομική πολιτική της κάθε χώρας-μέλους της Ε.Ε.

3. Το θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσης

Όταν μια κυβέρνηση ακολουθεί πολιτικές ελλειμμάτων, υποθετικά υπόσχεται στους πιστωτές της ότι θα δημιουργήσει πλεονάσματα στον Κρατικό Προϋπολογισμό τα οποία θα αντισταθμίσουν, στο μέλλον, τα ελλείμματα του παρελθόντος.

Εάν λοιπόν η κάθε κυβέρνηση υπόκειται σε αυτή τη δέσμευση, τότε πολιτικές διαχρονικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι πιθανό να μην είναι εφικτές, όπως επισημαίνουν οι Hamilton και Flavin (1986).

Η δυνατότητα ή όχι να έχεις συνεχή ελλείμματα στον Κρατικό Προϋπολογισμό έχει, ωστόσο, σημαντικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής στο σύνολό της.

Για παράδειγμα, εάν μια κυβέρνηση αυξήσει τους φόρους στην προσπάθειά της να δημιουργήσει επιπρόσθετα δημόσια έσοδα, τότε το δημόσιο έλλειμμα είναι αρκετά πιθανό να μην έχει σημαντική επεκτατική επίδραση στη συνολική ζήτηση, στο ΑΕΠ, την απασχόληση, κ.λπ.

Επίσης, εάν η αύξηση των δημοσίων εσόδων προέλθει από τη δημιουργία νέου χρήματος, τότε το δημόσιο έλλειμμα είναι πιθανό να προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία (Sargent, 1982).

Στη σχετική βιβλιογραφία (βλέπε Hamilton και Flavin 1986, Corsetti και Roubini 1991, 1993) ο χρεώστης μπορεί να αποκαλεστεί φερέγγυος εάν οι υποχρεώσεις του δεν ξεπερνούν την παρούσα αξία των μελλοντικών του εσόδων, τα οποία μπορούν να διατεθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους του.

Πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον περιορισμό φερεγγυότητας που αντιμετωπίζει ο δημόσιος τομέας, και κατά προέκταση μια κυβέρνηση, με εκείνον που αντιμετωπίζει ένας ιδιώτης χρεώστης ή ο ιδιωτικός τομέας στο σύνολό του.

Κάθε κυβέρνηση μπορεί "σχετικά εύκολα" (το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα της κυβέρνησης παίζουν σημαντικό ρόλο εδώ) να αυξήσει τα μελλοντικά της έσοδα, μέσω μιάς αύξησης φόρων.

Ο ιδιωτικός τομέας στερείται ενός τέτοιου μηχανισμού ανακατανομής πόρων.

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι η συσσώρευση δημόσιου χρέους είναι μια μεταβλητή αδιάφορη για την εκάστοτε κυβέρνηση.

Η υπερσυσσώρευση χρέους είναι πιθανό να δημιουργήσει έναν σημαντικό περιορισμό στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, αφού περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας της κυβέρνησης να ασκήσει την όποια επιθυμητή για εκείνην οικονομική πολιτική.

Ο περιορισμός αυτός γίνεται περισσότερο ασφυκτικός στην περίπτωση που ο δημόσιος τομέας στερείται φερεγγυότητας.

Συνεπώς, ο περιορισμός φερεγγυότητας, ως μηχανισμός άσκησης πίεσης στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, θα μπορούσε να μετατραπεί και να λειτουργήσει και ως δημοσιονομικός κανόνας.

Η εφαρμογή του, ουσιαστικά, απαιτεί ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό μακροχρόνια.

Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί είτε με ισοσκέλιση των εσόδων και εξόδων του δημόσιου τομέα ανά οικονομικό έτος, είτε με μελλοντικούς πλεονασματικούς Κρατικούς Προϋπολογισμούς που θα αντισταθμίσουν τους ελλειμματικούς του παρελθόντος.

Όπως αρχικά είχε υποστηριχθεί από τους Hamilton και Flavin (1986) και αργότερα από τους Buiter, Corsetti και Roubini (1993), μια βασική προϋπόθεση για την επίτευξη μακροχρόνιας ισορροπίας στα δημόσια οικονομικά είναι η ισότητα μεταξύ του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας και του επιτοκίου αποπληρωμής του χρέους.

Πιο συγκεκριμένα, εάν μια κυβέρνηση δανείζεται με πραγματικό επιτόκιο το οποίον είναι ίσο ή μεγαλύτερο του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, τότε τα συνεχιζόμενα ελλείμματα θα αυξήσουν τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, μειώνοντας τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα.

Σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η εκτίμηση της συμπεριφοράς των πιστωτών της κυβέρνησης, δηλαδή εάν θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα του Κρατικού Προϋπολογισμού, αγοράζοντας δημόσιο χρέος.

Μια κυβέρνηση θα ήταν ωστόσο ικανή να προστατεύσει τη φερεγγυότητά της, εάν είναι αξιόπιστη για τη δυνατότητά της να υλοποιήσει πολιτικές πλεονασματικών Προϋπολογισμών στο μέλλον.

Η ανάκτηση της φερεγγυότητας συνδέεται εδώ με τον τρόπο διαμόρφωσης των προσδοκιών (ορθολογικών ή όχι) των πιστωτών για τη μακροχρόνια αξιοπιστία της εκάστοτε κυβέρνησης.

Στην περίπτωση που το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού είναι μικρότερο του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, τότε οι πολιτικές ελλειμματικού Προϋπολογισμού είναι δυνατό να συνεχιστούν χωρίς να συμβάλλουν στην αύξηση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ (Buiter 1979, Hamilton και Flavin 1986, Buiter, Corsetti και Roubini 1993).

Σε ένα τέτοιο μακροοικονομικό περιβάλλον ο δημόσιος τομέας θα εξακολουθούσε να είναι φερέγγυος για τους δανειστές του. Αυτό σημαίνει δυνατότητα έκδοσης νέου χρέους
για τη χρηματοδότηση νέων ελλειμμάτων και την εφαρμογή επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών.

Με δεδομένη λοιπόν τη μακροοικονομική δομή και την οικονομική συγκυρία, το δημόσιο έλλειμμα και η υπερσυσσώρευση δημόσιου χρέους είναι πιθανό να λειτουργήσουν ως ένας σημαντικός περιορισμός στην ασκουμένη δημοσιονομική πολιτική.

Συνοπτικά, η βασική υπόθεση είναι ότι η κυβέρνηση υπόκειται σε περιορισμό δανεισμού ο οποίος προσδιορίζεται μακροχρόνια από τη σχέση μεταξύ της παρούσας αξίας των δημοσίων
δαπανών (καθαρών από τόκους) με τη παρούσα αξία των δημοσίων εσόδων.

Ουσιαστικά, ο περιορισμός είναι ότι μακροχρόνια ο Κρατικός Προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι ισοσκελισμένος για να διατηρεί ο δημόσιος φορέας τη φερεγγυότητά του.

...

Όλο το άρθρο:

t50_n1-2_199to217

* Ο Γιώργος Αργείτης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποφοίτησε από το Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές (MSc) στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και (Ph.D) στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται κυρίως στη μακροοικονομική θεωρία και πολιτική και στη διεθνή πολιτική οικονομία. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά όπως Review of Political Economy, Journal of Post Keynesian Economics, Σπουδαί κ.λπ.

* Το περιοδικό ΣΠΟΥΔΑΙ εκδίδεται από το 1950, Ιδιοκτησία: Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Μ. Καραολή & Α. Δημητρίου 80, 185 34 Πειραιάς.

Επικοινωνία: