Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Ο Πειραιάς σε αναζήτηση ταυτότητας




Το πρώτο λιμάνι της χώρας αποτελούσε πεδίο ευρύτατων οικονομικών επενδύσεων, αναπτύχθηκε όμως στη σκιά της πρωτεύουσας, σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα, χωρίς δική του πολιτιστική ζωή ενώ οι επεμβάσεις της δικτατορίας αλλοίωσαν ακόμη και την ιστορική του φυσιογνωμία.

[ Άρθρο από την εφημερίδα "Το Βήμα" που παραμένει στενόχωρα επίκαιρο μετά από δέκα περίπου χρόνια]

Τα «παιδιά του Πειραιά» αναζητούν ταυτότητα

ΒΑΣΙΑΣ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ | Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 1999

Στο τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1901 η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» δημοσίευε πρωτοσέλιδα δύο εικόνες του Πειραιά:

«Ο Πειραιεύς του 1833», μια εικόνα ερημίας στη θέση της άχτιστης ακόμη πόλης, και «Ο Πειραιεύς του 1900», μια πυκνοδομημένη πόλη στην οποία κυριαρχούν οι τσιμινιέρες της ακμαίας βιομηχανίας και τα φουγάρα των ατμοπλοίων που συνέρρεαν πυκνά στο λιμάνι.

Ο πειραϊκός 20ός αιώνας κληρονομούσε από τον 19ο όχι μόνο μια οικονομική ανάπτυξη που βρισκόταν στην πρωτοπορία του ελληνικού κράτους, αλλά και μια πόλη-πρότυπο, την οποία διέκριναν οι ισορροπίες ανάμεσα στο «οικονομικό» και στο «πολιτιστικό», υποδειγματική δημοτική διαχείριση και ένα αίσθημα υπερηφάνειας των κατοίκων για την «υπεροχή» της πόλης τους σε Ελλάδα και Ανατολή.

Πώς αυτή η εικόνα αντιστρέφεται από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα, όχι σε ό,τι αφορά την οικονομική πορεία αλλά στα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικής ζωής;

Μια ιστορία των δημάρχων Πειραιώς σημειώνει ότι η πρώτη δημαρχιακή περίοδος του 20ού αιώνα «από της ιδρύσεως του Πειραιώς είναι η πρώτη ατυχής δημαρχιακή περίοδος».

Για τον επόμενο δήμαρχο διαβάζουμε ότι «δεν δύναται βεβαίως να εξισωθή προς τους προκατόχους αυτού», ενώ ο δήμαρχος της περιόδου 1914-1925 αναγνώρισε ο ίδιος ότι

«επί των ημερών μου δεν εδημιουργήθη τίποτε αξιομνημόνευτον υπέρ της πόλεως».

Ο τελευταίος δήμαρχος πριν από τη δικτατορία του Μεταξά ­ ένα παλαιό (από το 1907) μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου ­

«ήτο κατά το μακρόν τούτο χρονικό διάστημα, καθ' ο διετέλεσε σύμβουλος, αφωνότερος ιχθύος, ουδέποτε διατυπώσας ιδίαν γνώμην...».

Η φυγή των αστών

Ο Πειραιάς κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα υφίσταται ραγδαία χειροτέρευση των κοινωνικών συνθηκών του.

Στον Μεσοπόλεμο είναι η πρώτη πόλη σε εγκληματικότητα και σε θανάτους από ναρκωτικά.

Η πόλη έχει εγκαταλειφθεί από τα ηγεμονικά της κοινωνικά στρώματα, τη διαμορφωμένη πια μεγαλοαστική τάξη που έχτισε το λαμπρό Δημοτικό Θέατρο, οργάνωνε συναυλίες και έβγαλε τους δραστήριους και αποτελεσματικούς δημάρχους Λουκά Ράλλη, Θεόδωρο Ρετσίνα, Δημήτριο και Τρύφωνα Μουτσόπουλο ­ όλους βιομηχάνους και μεγαλεμπόρους.

Η κοινωνική αυτή ομάδα, μετά την οικονομική απογείωση των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, ξεπέρασε το τοπικό στάδιο οργάνωσης των συμφερόντων της και εντάχθηκε στο εθνικό επίπεδο, πράγμα που σήμαινε την αποδημία προς την Αθήνα, κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.

Ο Μ. Καραγάτσης στον ιστορικά ακριβέστατο «Γιούγκερμαν» σημείωνε αυτή την τάση που κάνει στη δεκαετία του 1920 ήδη τον Πειραιά να μην είναι καθόλου «σικ».

Μαζί με τη μεγαλοαστική τάξη εγκαταλείπει τον Πειραιά η πνευματική του αφρόκρεμα.

Το πρωτοποριακό «Περιοδικόν μας» του Γερ. Βώκου ήταν το 1900-1902 η τελευταία αναλαμπή της τοπικής πολιτιστικής έκφρασης και ο Λάμπρος Πορφύρας ο τελευταίος σημαντικός καλλιτέχνης που παραμένει στην πόλη, περιθωριακός όπως ήταν, να κάνει παρέα με φτωχούς ψαράδες.

Οι υπόλοιποι φεύγουν, ο Βώκος συνεχίζει την εκδοτική του δραστηριότητα στην Αθήνα, ο Βουτυράς, ο Νιρβάνας, ο Μελάς αφήνουν τον Πειραιά.





Ο Βολανάκης, ο μεγάλος θαλασσογράφος, πέθανε το 1907 τελείως ξεχασμένος.

Αλλά και οι δημοσιογράφοι, αφού ναυάγησαν τα σχέδια για μια πανελλήνια εφημερίδα με έδρα τον Πειραιά, όσοι δεν έφυγαν, μετατρέπονται σε ανταποκριτές αθηναϊκών εφημερίδων.

Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά από αυτές τις αποχωρήσεις κατά τον πειραϊκό Μεσοπόλεμο και στην παρακμή της πνευματικής ζωής που ακολούθησε, το πολιτιστικό κενό έρχονται να καλύψουν κοινωνικές εκφράσεις από τις χαμηλότερες κοινωνικές βαθμίδες.

Από τη μια, η ρεμπέτικη κουλτούρα των εργατικών/περιθωριακών στρωμάτων έβαλε τη σφραγίδα της στη φυσιογνωμία της πόλης κάνοντας τον Πειραιά πρωτεύουσα και πόλη-σύμβολο της μαγκιάς και του περιθωρίου.

Από την άλλη, ο Ολυμπιακός, η έκφραση των καταπιεσμένων και τραυματισμένων μικροαστικών στρωμάτων, γίνεται η δυναμική αντίδραση στην αθηναϊκή παντοδυναμία ­ βρίσκει έτσι μια παράδοση του πειραϊκού 19ου αιώνα, μια αντιαθηναϊκή τοπικιστική συνείδηση που εκφραζόταν τότε ως υπεράσπιση του «τοπικού» χώρου από την ανερχόμενη αστική τάξη, τώρα όμως έχει μια εκδικητική και επιθετική χροιά.

Η ταύτιση ομάδας - πόλης είναι μοναδική στην περίπτωση Ολυμπιακού και Πειραιά και στο ιδεολογικό υπόστρωμα της ίδρυσης του Ολυμπιακού μεγάλο βάρος είχε η επιθυμία να δοξασθεί ο Πειραιάς σε όλη την Ελλάδα ­ μια συμβολική επάνοδος της πόλης στο προσκήνιο της ιστορίας.

Άνισος αγώνας

Η Αθήνα εκτός από την αποστράγγιση της επαρχίας ρούφηξε και τη ζωή του Πειραιά, που παρέμεινε πάντα ένα πεδίο οικονομικών επενδύσεων.

Η πληθυσμιακή του ανάπτυξη ακολουθούσε κατά πόδας την έκρηξη της Αθήνας:

Οι 50.000 κάτοικοι στα τέλη του 19ου αιώνα θα γίνουν 130.000 το 1920 και σχεδόν διπλάσιοι μετά την έλευση των μικρασιατών προσφύγων που αιμοδότησαν και αυτοί την οικονομία της πόλης.

Η βιομηχανία θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί ποσοτικά σε εθνικό επίπεδο και το λιμάνι, μετά τα έργα της δεκαετίας του 1920, θα αναρριχηθεί σιγά σιγά στις πρώτες θέσεις των μεσογειακών λιμένων.

Ολη αυτή όμως η επένδυση στην οικονομία θα εξακολουθήσει να μην έχει το ανάλογό της στον πολιτιστικό χώρο ακόμη και μετά τον Πόλεμο, στη λεγόμενη «ανοικοδόμηση» της χώρας.

Οι μικρές προσπάθειες για πολιτιστική δράση στα τέλη της δεκαετίας του 1950 δεν ξέφυγαν από την περιθωριακή λειτουργία.

Η έκθεση του Ιστορικού Πειραϊκού Αρχείου δίνει την ευκαιρία για την ίδια διαπίστωση:

«Δίπλα στην Αθήνα αγωνίζεται ο Πειραιεύς, εντός του κύκλου των πιεστικών συνθηκών που του δημιουργεί αυτή η στενή γειτονία, να συντηρήση τους δικούς του αυτονόμους πνευματικούς παλμούς» έγραφε «Το Βήμα» στις 17.10.1959.

Αλλες πρωτοβουλίες, όπως οι συναυλίες της Λαϊκής Ορχήστρας του Μίκη Θεοδωράκη, που ζωντάνευαν και το Δημοτικό Θέατρο της πόλης, διακόπηκαν από τη δικτατορία.

Η δικτατορία επεφύλαξε για τον Πειραιά ένα φαινόμενο που εξέπληξε το πανελλήνιο.

Ο διορισμένος δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης και η επιρροή που απέκτησε στην τοπική κοινωνία είναι μια περίπτωση που ερμηνεύεται όταν γνωρίζουμε την «ιδιομορφία του Πειραιώς», όπως δήλωσε και ο ίδιος στην ορκωμοσία του, την τραυματική εμπειρία δηλαδή της πτώσης του Πειραιά σε διάστημα δύο γενεών.

Ο δήμαρχος της δικτατορίας προχώρησε σε συστηματική κατεργασία της τοπικής συνείδησης δημιουργώντας αυταπάτες για αναγέννηση του Πειραιά (το σύνθημά του ήταν ότι θα ξανακάνει τον Πειραιά πρώτη πόλη της Μεσογείου), επεμβαίνοντας ταυτόχρονα συστηματικά και καίρια στα σύμβολα της τοπικής μνήμης.

Η παρέμβαση αυτή ήταν σημειολογικά συναρπαστική:

Ο Σκυλίτσης γκρέμισε όλα τα σημεία αναφοράς της τοπικής συνείδησης που συνδέονταν με το όνομα των προηγούμενων δημάρχων της πόλης (από το ιστορικό Ρολόι ­ το σύμβολο ταυτότητας του Πειραιά ­ ως τη Ράλλειο, το θεατράκι του Τσίλερ κτλ.) και κράτησε μόνο το Δημοτικό Θέατρο, αφού αυτό οικοδομήθηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του παππού του Πέτρου Ομηρίδη Σκυλίτση.

[Σημείωση του blog:

Ο δήμαρχος (1841-1845 & 1848-1854) Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης ήταν συγγενής αλλά όχι παπούς του δικτατορικού Σκυλίτση.

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά θεμελίωσε ο παπούς του χουντικού Σκυλίτση, επίσης δήμαρχος (1883-1887) με το ίδιο όνομα, δηλαδή Αριστείδης Σκυλίτσης]

Ταυτόχρονα άρχισε την ανέγερση των δικών του έργων, όπου καθένα από αυτά «έσβηνε» και από ένα τοπικό σύμβολο:

Το νέο Δημαρχείο (στην ίδια αρχιτεκτονική γραμμή και δίπλα στο Θέατρο), τον ουρανοξύστη (που θα έκανε τον Πειραιά «ευρωπαϊκή πόλη») κοντά στη θέση που ήταν το Ρολόι, το «Σκυλίτσειο» (σήμερα Βεάκειο) κ.ο.κ.

Εφτιαχνε με ένα λόγο νέα σημεία αναφοράς συνδεδεμένα με το όνομά του, ενώ «ξύριζε» όλα τα ιστορικά σημεία αναφοράς που συνδέονταν με άλλο όνομα:

Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μετατόπιση και αλλοίωση της ιστορικής φυσιογνωμίας και συνείδησης της πόλης.

Ετσι με την επίφαση μιας αναγέννησης άγγιξε ένα σημαντικό κομμάτι της πειραϊκής κοινωνίας που λαχταρούσε να ξαναδεί την πόλη όπως ήταν παλιά και δεν μπορούσε να «δει» την καταστροφή που επιτελούσε ο δήμαρχος της χούντας.

Υπάρχουν ελπίδες

Η εισβολή Σκυλίτση δεν ήταν λοιπόν ένα ακατανόητο και ουρανοκατέβατο φαινόμενο.

Ηταν αντιθέτως μια πολύ έντονη πτυχή της κρίσης που διατρέχει την πειραϊκή κοινωνία από τις αρχές του αιώνα που τελειώνει.

Τα οικονομικά προβλήματα, η αδυναμία των δημοτικών αρχών που ακολούθησαν τη δικτατορία να ορθοποδήσουν την πόλη, οι διαμάχες για την κακοδιαχείριση των δημοτικών πραγμάτων, όλα αυτά που ταλανίζουν τον Πειραιά ως σήμερα, εκφράζουν μια βαθιά ιστορική τάση που δεν έχει ακόμη αντιστραφεί.

Η χαρτογράφηση της πολιτιστικής ζωής της πόλης (αριθμός θεάτρων, γκαλερί, κινηματογράφων) δείχνει τη μεγάλη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στα πληθυσμιακά δεδομένα και στην ατροφία της πολιτιστικής δραστηριότητας.

Ωστόσο στα πρόθυρα αυτού του νέου αιώνα η κρίση του αθηναιοκεντρισμού, που δημιουργεί μια τάση για αναζωογόνηση της περιφέρειας, αγγίζει και τον Πειραιά, την ιδιότυπη αυτή εσωτερική περιφέρεια του μεγαθηρίου της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας.

Η άνθηση της διασκέδασης, της οποίας ο Πειραιάς γίνεται ένας σημαντικός πόλος, οι επενδύσεις σε σύγχρονα εμπορικά κέντρα, η ανακαίνιση του Δημοτικού Θεάτρου, η δραστηριότητα του Δημοτικού Κέντρου Μουσικής κτλ. είναι δείγματα στροφής και μένει να δοκιμασθεί η προοπτική της στα χρόνια που έρχονται...

(Ο κ. Βάσιας Τσοκόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος έρευνας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για την ιστορία των ελληνικών εκδοτικών οίκων).

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: Να ζει κανείς ή να μη ζει;



Σε μια "πανηγυρική" εκδήλωση που έγινε στο Δημαρχείο ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου στις 27.3.2009, ο Δήμαρχος Πειραιά Παναγιώτης Φασούλας παρουσίασε την Επιτροπή προσωπικοτήτων για την οργάνωση και τον προγραμματισμό του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, θέλοντας όπως τόνισε να σηματοδοτήσει την πνευματική αναγέννηση της πόλης.

Ο Δήμαρχος Πειραιά ξεκίνησε την ομιλία του κάπως έτσι:

" Κυρίες και Κύριοι,

Παρά το ότι μου εισηγήθηκαν μια άλλη μέρα για να παρουσιάσουμε τον πυρήνα της Οργανωτικής Επιτροπής με τις σημαντικές προσωπικότητες του Πολιτισμού μας, για το Δημοτικό Θέατρο, επέμενα αυτή η παρουσίαση να γίνει σήμερα.

Και αυτό για έναν σημαντικό λόγο:

Ότι σήμερα γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου. Θα ήθελα λοιπόν, μια τέτοια μέρα να σηματοδοτήσουμε την πνευματική αναγέννηση της πόλης μας.

Ο Καναδός σκηνοθέτης, σκηνογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Robert Lepage υποστήριζε ότι:

Υπάρχουν πολλές υποθέσεις σχετικά µε την καταγωγή του θεάτρου αλλά η πιο ενδιαφέρουσα αφορά σε ένα μύθο:

Ένα βράδυ, µια παρέα συγκεντρώθηκε σε µια σπηλιά για να ζεσταθεί γύρω από τη φωτιά και να διηγηθούν τα μέλη της, ιστορίες.

Ξαφνικά, ένας από αυτούς σκέφτηκε να σηκωθεί όρθιος και να χρησιμοποιήσει την σκιά του για να δώσει εικόνα στην ιστορία του.

Χρησιμοποιώντας το φως από τις φλόγες έκανε να εμφανιστούν πάνω στους τοίχους της σπηλιάς χαρακτήρες μεγαλύτεροι απ’ το πραγματικό.

Κατάπληκτοι οι υπόλοιποι της παρέας αναγνώρισαν µε την σειρά τους το δυνατό και τον αδύνατο, τον κατακτητή και τον κατακτημένο, το Θεό και το θνητό.

Σήμερα εμείς επιχειρούμε να ξαναδώσουμε ζωή σε έναν Πειραϊκό Μύθο.

Αυτόν του Δημοτικού Θεάτρου, που τα τελευταία χρόνια έχει στοιχειώσει.

Οι σεισμοί του 1981 και του 1999 αλλά και μια σειρά από άστοχες επιλογές στέρησαν αυτό το πνευματικό στολίδι του Πειραιά, όχι μόνο από την πόλη, αλλά από τον ζώντα σύγχρονο Πολιτισμό.

Το Δημοτικό Θέατρο, για μας είναι η κρυμμένη αλήθεια της Ιστορίας του Πειραιά, αλλά και της Ελλάδας.

Μου δόθηκε η ευκαιρία από το Μάιο του 2008, που ξεκίνησαν τα έργα από το Υπουργείο Πολιτισμού, να παρακολουθήσω από κοντά όλη αυτήν την προσπάθεια.

Αυτόν τον αγώνα που δίνουν αυτοί οι άνθρωποι για να «αναστήσουν» αυτό το λαμπρό κτίριο.

Και πραγματικά είδα να περνούν μπροστά μου όλες οι ιστορικές φάσεις αυτού του αρχιτεκτονήματος.

Όλη η δρώσα ιστορία της πόλης και της Τέχνης.

Γιατί το θέατρο είναι η μητέρα όλων των Τεχνών".





Αυτά ακούσαμε το βράδυ εκείνης της Παρασκευής του Μάρτη και πειστήκαμε ότι η Ιστορία πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε ορισμένα χρόνια ώστε να επιβεβαιώνεται.

Από τη μια μεριά ο Παναγιώτης Φασούλας αναφέρει την άποψη του εκ γενετής καταθλιπτικού ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Robert Lepage για τη γέννεση του Θεάτρου που προκαλεί ειδικά σε εμάς που ζούμε στην Ελλάδα επίκτητη κατάθλιψη.

Από την άλλη μεριά το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αντικείμενο πολιτικών σκοπιμοτήτων, από τη σύλληψή του, είναι φανερό ότι παραμένει ανυπεράσπιστη κληρονομιά στα επικοινωνιακά παιχνίδια των πολιτικών.

Και ο Παναγιώτης Φασούλας δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό συνεχίζοντας αυτοαναιρούμενος:

"Κυρίες και κύριοι,

Πιστεύω ότι η θεατρική Τέχνη είναι διαφορετική από την Πολιτική Τέχνη.

Δεν είμαστε όλοι για όλα.

Γι΄ αυτό και αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε αυτήν την Επιτροπή.

Αποτελείται από ανθρώπους της Τέχνης, του Πολιτισμού, που στη συνέχεια θα πλαισιωθεί και από άλλους παράγοντες, ώστε έγκαιρα να σχεδιάσει την Οργανωτική Δομή που θα πρέπει να έχει ο Φορέας του νέου Δημοτικού Θεάτρου.

Παράλληλα να αρχίσουν να σχεδιάζουν και το πρόγραμμα του θεάτρου. Στόχος μας είναι να είμαστε πανέτοιμοι το 2010 που φιλοδοξούμε να μας παραδοθεί το Θέατρο.

Επίσης σύντομα θα πραγματοποιήσουμε Διεθνές Συνέδριο με τη συμμετοχή ανθρώπων του Θεάτρου και του Πολιτισμού για να ανταλλάξουμε απόψεις, να ακούσουμε θέσεις.

Να μάθουμε από τις εμπειρίες τους ώστε το Δημοτικό Θέατρο να παίξει το ρόλο του όχι μόνο στον «μικρόκοσμο» της πατρίδας μας αλλά και να παρέμβει στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ευρώπης και του Κόσμου.

Κυρίες και κύριοι,

Το θέατρο είναι το φως που φωτίζει το μονοπάτι της ανθρωπότητας.

Αυτό το φως φιλοδοξούμε σύντομα να λάμψει εδώ στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Σηματοδοτούμε τον Πολιτισμό με το νέο Δημοτικό Κτίριο.
Σηματοδοτούμε την Παιδεία με τη νέα Ράλλειο.
Σηματοδοτούμε την αναβάθμιση της πόλης με το νέο Δημαρχείο.

Εν κατακλείδι το να είσαι πολίτης δεν σημαίνει απλά ότι ζεις σε μια κοινωνία, αλλά κυρίως ότι την αλλάζεις.

Και αυτό επιχειρούμε σήμερα στον Πειραιά.

Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία μας.

Συγκεκριμένα τους:

1. Μάνο Περάκη αρχιτέκτονα, με σπουδαία δραστηριότητα στη μελέτη και κατασκευή θεατρικών κτιρίων
2. Βασίλη Βασιλικό, συγγραφέα και άνθρωπο του Πολιτισμού.
3. Γιάννη Σακελλαράκη, αρχαιολόγο, καθηγητή Πανεπιστημίου.
4. Βάσω Παπαντωνίου, διακεκριμένη σοπράνο και διάσημη υψίφωνο.
5. Δημήτρη Παπαδημητρίου, συνθέτη.
6. Γιώργο Κουρουπό, Διευθυντή Ορχήστρας Χρωμάτων.
7. Τάκη Δέγλερη, διακεκριμένο Νομικό του Πειραιά και συγγραφέα.
8. Τζένη Γλού, γνωστή Πειραιώτισσα με σημαντική προσφορά στην πόλη.
9. Βίκη Σκλαβενίτη, μουσικό.
10. Πλάτων Μαυρομούστακο, γνωστό κριτικό Τέχνης, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τους ευχαριστώ όπως ευχαριστώ και όλους τους πολιτικούς και δημοτικούς παράγοντες που βοήθησαν για να είμαστε σήμερα σε αυτό το σημείο, το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά όλες και όλους αυτούς που δουλεύουν καθημερινά στο Δημοτικό Θέατρο για να είμαστε έτοιμοι.

Για να δώσουν τη φωτιά του μύθου.

Σας ευχαριστώ ".





Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έργο μελέτης (1881-1883) του πειραιώτη αρχιτέκτονα, καθηγητή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Ιωάννη Λαζαρίμου (1849-1913), άρχισε να κτίζεται το 1884, με δάνειο απ' την Εθνική Τράπεζα 250.000 δρχ. και αποπερατώθηκε το 1895.

Στη μετώπη όμως του κτηρίου αναφέρεται:

" ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ, ΕΓΕΡΘΕΝ ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Σ. ΣΚΥΛΙΤΣΗ ΕΝ ΕΤΕΙ 1885 "

Τελικά, η δαπάνη έφτασε τις 900.000 δρχ. κι απ' αυτές οι 200.000 διατέθηκαν για την εσωτερική διακόσμηση.

Το κτήριο αποτελεί ένα απόλυτα συμμετρικό ορθογώνιο διαστάσεων 34 Χ 45 μ. Η είσοδος σημειώνεται με πρόπυλο με τέσσερις κορινθιακές κολώνες και αέτωμα.

Πάνω από το δώμα υπάρχει ορθογώνια υπερύψωση και καταλήγει επίσης σε αετωματική στέψη.

Η αίθουσα είναι πεταλόσχημη, ιταλικού τύπου, με πλατεία, θεωρεία και εξώστες σε τέσσερα επίπεδα, συνολικής χωρητικότητας 1.300 περίπου θέσεων.

Η σκηνή είναι διαστάσεων 20 Χ 14μ. με προσκήνιο και χώρο ορχήστρας.Το ύψος του πύργου σκηνής είναι 18μ. και το βάθος του υποσκηνίου 9μ.

Το φουαγιέ του θεάτρου είναι διώροφο και αναπτύσσεται γύρω από το πέταλο της αίθουσας.

Το θέατρο εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου 1895, επί δημαρχίας Θεόδωρου Ρετσίνα, από δύο θιάσους, τον «Πανελλήνιο» του Αλεξιάδη και τον «Μέναδρο» του Ταβουλάρη.

Η ανυπαρξία καλλιτεχνικής παράδοσης κατέστησαν το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ένα λαμπερό αρχιτεκτονικό εμφύτευμα "εκ Δύσης", ικανό να τροφοδοτεί δημοσιεύματα που επισήμαιναν ότι «το προβληματικό Δημοτικό Θέατρο απευθύνεται σε λίγους αστούς και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τας απαιτήσεις των 9/10 της κοινωνίας, της εργατικής τάξεως δηλαδή, που δεν σκαμπάζει τίποτε από τα μελοδράματα και από την μουσικήν» (εφημερίδα «Σφαίρα», 1898).

Τόπος συγκέντρωσης για την «καλή κοινωνία» του Πειραιά υπήρξε και το πολυτελές καπνιστήριο του θεάτρου.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Δημοτικό Θέατρο γνωρίζει αλλεπάλληλες χρήσεις. Σε αίθουσές του εγκαθίστανται το Φρουραρχείο, το Εργατικό Κέντρο Πειραιά, χώροι του χρησιμοποιούνται ως σχολείο ή προσφέρουν στέγη στα κύματα προσφύγων που καταφθάνουν στις ακτές της πόλης.

Στην Κατοχή λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης για το ναζιστικό στρατό, ενώ πλήττεται από το βομβαρδισμό που, το 1944, ισοπέδωσε ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης.

Λειτούργησε ως λυρική και δραματική σκηνή, φιλοξένησε κινηματογραφικές προβολές, χορευτικά συγκροτήματα, συναυλίες, ρεσιτάλ, χορωδίες, διαλέξεις, ακόμα και καλλιστεία στη διάρκεια της χούντας.

Τις αυθαίρετες αισθητικές παρεμβάσεις του διορισμένου, επί δικτατορίας, δημάρχου (1967-1974) Αριστείδη Σκυλίτση (1908-2006) που ήταν γιος του επίσης δημάρχου Δημοσθένη Ομηρίδη και εγγονός του επίσης δημάρχου (1883-1887) Αριστείδη Σκυλίτση, που αναφέρεται στην πρόσοψη του κτηρίου, διαδέχεται η χαριστική βολή από τους σεισμούς.

Από τη σκηνή του όμως πέρασαν και ιστορικοί θίασοι, κλασικές παραστάσεις, μεγάλοι σκηνοθέτες (Ροντήρης, Κουν, Σολομός, Καραντινός, Μιχαηλίδης, Σεβαστίκογλου, Ευαγγελάτος κ.ά.) και μεγάλοι ερμηνευτές, Κοτοπούλη, Βεάκης, Κατράκης, Αλεξανδράκης, Χορν, Λαμπέτη, Νέζερ, Παξινού, Αρώνη ενώ για μια σύντομη περίοδο λειτούργησε ο Μουσικός Οργανισμός Πειραιά με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1986-87 σε τελετή που οργάνωσε το Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσία και της Μελίνας Μερκούρη ως υπουργού Πολιτισμού (1981-1989 & 1993-1994) έδωσε ρεσιτάλ το παιδί τότε θαύμα πιανίστας Δημήτρης Σγούρος.

Μόνο μία φορά επιχειρήθηκε η ίδρυση Θεατρικού Οργανισμού υπό τον Δημήτρη Ροντήρη. Παρά την επιτυχία της διεύθυνσης Ροντήρη, το εγχείρημα έληξε άδοξα δύο χρόνια αργότερα, το 1959, έπειτα από διαφωνία τού τότε δημάρχου Ντεντιδάκη με το σκηνοθέτη.

Το 1980 το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ανακηρύχθηκε, με υπουργική απόφαση, προστατευόμενο μνημείο ως «έργο τέχνης».

Με τους σεισμούς του 1981 όμως αποκαλύφθηκαν σημαντικά προβλήματα στατικότητας της κατασκευής που επιδεινώθηκαν με τους σεισμούς του 1999.





Η κτιριακή κατάσταση του Δημοτικού Θεάτρου εγκυμονούσε κινδύνους για τον κόσμο που παρακολουθούσε τις διάφορες εκδηλώσεις.

Η επέμβαση του εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, μετά τη διαπίστωση ότι οι σχετικές καταγγελίες για την επικινδυνότητα του κτιρίου ήταν βάσιμες, καθώς και το πόρισμα της Επιτροπής του ΥΠΕΧΩΔΕ, που χαρακτήρισε το κτίριο «κίτρινο», δηλαδή προσωρινά ακατάλληλο για χρήση, επιβεβαίωσαν επίσημα τους φόβους.

Εξάλλου, σύμφωνα με έκθεση της Πολεοδομίας Πειραιά (με αριθ. 7125/21.01.1997), το κτίριο είχε χαρακτηριστεί επικίνδυνο από άποψη στατικής και δομικής , ενώ σε νεότερο έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας (αριθ. 7060/2089/2000) αναφέρεται:

«... Κατά τον δευτεροβάθμιο έλεγχο που ακολούθησε και διενεργήθηκε από αρμόδιους πολ. μηχ/κούς του ΥΠΕΧΩΔΕ το κτίριο χαρακτηρίστηκε κίτρινο, δηλ. προσωρινά ακατάλληλο για χρήση.

Επιπλέον, ο έλεγχος συνοδευόταν από αναλυτική τεχνική έκθεση σύμφωνα με την οποία μέχρι την επισκευή τους, δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται:

Ο χώρος τελετών στον α' όροφο, τα θεωρεία του θεάτρου και προσβάσεις προς αυτά, τα γραφεία της Πινακοθήκης, η αίθουσα του Ιστορικού Αρχείου, ενώ στο κεντρικό κλιμακοστάσιο η χρήση θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά και μεμονωμένα».

Εδώ και χρόνια ήταν σε αχρηστία το μεγαλόπρεπο καπνιστήριο (φουαγιέ), που παρουσιάζει έντονη τη γαλλική επιρροή με τον ανάλαφρο διάκοσμό του από επίχρυσο χαρτόλιθο, την τρίκλωνη σκάλα, με το χυτοσίδηρό της κιγκλίδωμα, τους λεπτούς κιονίσκους και τα κομψά φυτικά κοσμήματα.

Εκεί συγκεντρωνόταν η «καλή κοινωνία», των αστών του Πειραιά του 19ου και 20ού αιώνα. Το «φουαγιέ» φιλοξένησε κύρια τις κοσμικές εκδηλώσεις των πλουσίων Πειραιωτών, εκπροσώπων της λεγόμενης άρχουσας τάξης.

Παρά τις διάφορες κατά καιρούς ανακαινίσεις και διασκευές, διατήρησε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την αρχική του μορφή. Εχουν όμως από παλιά αντικατασταθεί τα καθίσματα, η ζωγραφική αυλαία και η θολωτή ψευδοροφή.

Οι πληροφορίες έλεγαν κάποια εποχή ότι με το Δημοτικό Θέατρο «ερωτοτροπούσε» ο μεγαλοεκδότης και μεγαλοκαναλάρχης Λαμπράκης. Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν να χρησιμοποιηθεί ως παράρτημα του Μεγάρου Μουσικής.





Έπειτα από συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις, στις 11/1/2006, το έργο αποκατάστασης εντάχθηκε στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα Αττικής (Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) με προϋπολογισμό, τελικά, 36 εκατομμύρια ευρώ και με δυνατότητα προαίρεσης που αφορά επιπλέον ποσό.

Πρόθεση του Υπουργείου Πολιτισμού και του Δήμου Πειραιά είναι η εικόνα του Δημοτικού Θεάτρου να παραπέμπει πιστά στην αρχική.

Ο ιστορικός Τέχνης και συγγραφέας του βιβλίου «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: θέατρο και πόλη» (εκδόσεις Πανός), Νίκος Αξαρλής, ανήκει στις στεντόρειες φωνές που αντιτίθενται στη μεθοδολογία αποκατάστασής του.

Δίνοντας ένα σαφές πρότυπο εύνομης λειτουργίας του, προτείνει όσα το θέατρο δεν διέθετε ποτέ.

«Εναν αυτόνομο θεατρικό οργανισμό διαχείρισης με δικό του καλλιτεχνικό διευθυντή, μόνιμο θίασο και κρατικές επιχορηγήσεις».

Παράλληλα, ο κ. Αξαρλής κρίνει αναγκαία τη μέριμνα για βοηθητικούς χώρους (πειραματική σκηνή, αίθουσες μουσικών εκδηλώσεων και εκθέσεων, μουσείο, χώροι αρχείου).

«Διαφορετικά, το Δημοτικό δεν θα αναπτύξει τη δυναμική του. Θα γίνουν συμβιβασμοί που ο Πειραιάς θα πληρώνει στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα.

Η πόλη δεν έχει άλλα κτίρια υπερτοπικής εμβέλειας», εξηγεί, δείχνοντας το παρισινό Θέατρο του Ωδείου «Οdeon», που απέκτησε διεθνή υπόσταση χωρίς να χάσει την τοπική του ταυτότητα.

Το Δημοτικό Θέατρο, ιδεολογικό επιστέγασμα της αστικής τάξης του Πειραιά το 19ο αιώνα, έχει την ευκαιρία να γίνει ο φάρος της πολιτιστικής του αναγέννησης στον 21ο.

Συνάμα, «είναι το σημείο τομής για το αν θα αναστρέψουμε τη διαχείριση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Πειραιά», σημειώνει ο δημοτικός σύμβουλος κ. Μπελαβίλας.

Ολα, αναντίρρητα οφέλη για φορείς και «ανώνυμους» Πειραιώτες.

Οι εργολαβικές ενστάσεις που μεσολάβησαν καθυστέρησαν το έργο, του οποίου ο ανάδοχος ανακηρύχθηκε ήδη και οι εργασίες υπολογίζεται να διαρκέσουν μέχρι το 2010.

Προβληματίζουν ωστόσο το λέκτορα της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και δημοτικό σύμβουλο Πειραιά, Νίκο Μπελαβίλα.

«Η αποκατάσταση του Δημοτικού Θεάτρου δεν είναι μια συμβατική εργολαβία. Εχει μεγάλες απαιτήσεις στην αρχιτεκτονική επέμβαση, ανάγκη υψηλής επίβλεψης και εξειδικευμένων συνεργείων.

Το κατώτατο χρονικό όριο που θέτουμε για ένα σύνηθες έργο είναι 18 μήνες. Συνεπώς, θα είναι θαύμα να ολοκληρωθεί στους 23.

Κι επειδή θαύματα δεν γίνονται ή καταλήγουν σε εφιάλτες, το μόνο που μπορώ να φανταστώ είναι μια πρόχειρη δουλειά προκειμένου να ολοκληρωθεί μέσα στις προθεσμίες».

Απαισιόδοξος ως προς τη χρονική αποπεράτωση του έργου δηλώνει και ο πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά και συγγραφέας Γιάννης Χατζημανωλάκης.

«Δεν πρόκειται να παραδοθεί πριν από το 2012», εκτιμά.

Αυτό όμως θα απογοητεύσει όσους θα ήθελαν να είναι έτοιμο και λαμπερό το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά πριν τις τοπικές εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών της πόλης.

(Σε άλλη ανάρτηση που θα ακολουθήσει θα δημοσιεύσουμε και τη δική μας μάλλον πιο ρεαλιστική πρόταση για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά).


Πηγές:

Εφημερίδες (Ελεύθερος Τύπος, Καθημερινή, Ριζοσπάστης), Υπουργείο Πολιτισμού, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Επικοινωνία: