Σάββατο 18 Απριλίου 2009
Πάσχα με τον Κώστα Βάρναλη
Ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974) είναι ο λαϊκός λογοτέχνης που στενά χρεώθηκε σε ένα πολιτικό χώρο, δικαιολογία ασκεψίας.
Ο λόγος του είναι ξυράφι.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχε κάποιος λόγος που τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν το 1959. Είχε προηγηθεί όμως το 1956 η αναγνώριση από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το όνομα Βάρναλης το πήρε από την πόλη της Βουλγαρίας Βάρνα όπου είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες.
Είχε γεννηθεί στο Μπουργκάς (Πύργο) και το επώνυμο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.
Στην τοπική, πολιτική, όπως δηλώνει η ίδια, εφημερίδα της Νέας Ερυθραίας βρίσκουμε ένα κείμενο που αναφέρει τον Κώστα Βάρναλη καλεσμένο σε οικογενειακή συγκέντρωση για το Πάσχα του 1960:
(βλ. http://sepik.net/nea/?p=4563)
Πάσχα στη Νέα Ερυθραία το 1960 με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη
"Πάσχα του 1960 και σήμανε συναγερμός στο σπίτι μας.
Εκείνο το Πάσχα, όπως συνηθίζαμε στο σπίτι μας, είχαμε σουβλίσει το αρνί και οι δύο οικογένειες του Γιώργου του Μαγγανά του συνεταίρου του πατέρα μου και οι δικοί μας μαζί με μερικούς συγγενείς απολαμβάναμε το πασχαλινό γεύμα μας.
Κοντεύαμε να τελειώσουμε να αποφάγομε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Πήγε ο πατέρας μου στο τηλέφωνο, γύρισε και μας είπε:
Έρχεται ο Στέλιος με τον Βάρναλη.
Αμέσως σήμανε συναγερμός.
Ο θείος μου ο Στέλιος ο Τζεδάκης ήταν ο άντρας της θείας μου της Ειρήνης, της μεγαλύτερης αδελφής του πατέρα μου.
Είχε γεννηθεί στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη.
Μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση ο πατέρας του και η μητέρα του κρυβόντουσαν στις κορφές του Ψηλορείτη.
Εκεί τον γέννησε η μητέρα του, τον τύλιξε στις φασκιές, πήρε μια πέτρα τής έβαλε ένα πανί, το έβαλε για μαξιλάρι.
Η πέτρα είχε ένα εξόγκωμα και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του δημιουργήθηκε μία ουλή, ένα βαθούλωμα. Μεγαλώνοντας έβαζα το δάχτυλό μου και έμπαινε μέσα.
Η οικογένεια κατόρθωσε να φύγει και να έρθει στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν στο Βατραχονήσι, στον Ιλισό, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του παντρεύτηκε άλλον άντρα από τα Γιάννενα.
Στα Γιάννενα που πήγαν γέννησε ένα άλλο αγόρι, έτσι τον θείο μου τον έκλεισαν στο ορφανοτροφείο. Εκεί μεγάλωσε και εκεί μορφώθηκε. Είχε κλήση στη μουσική, έπαιζε πολύ ωραίο φλάουτο και στη ζωγραφική.
Όταν ήρθε ο καιρός, κατατάχτηκε στο στρατό με την ιδιότητα του οδηγού. Του έδωσαν ένα φορτηγό της εποχής εκείνης με συμπαγή λάστιχα και η κίνηση του μοτέρ μετεδίδετο στους τροχούς με χοντρές αλυσίδες σαν αυτές των ποδηλάτων.
Το 1916 το φόρτωσαν με στρατιώτες, επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο στον Πειραιά και ταξίδεψαν έως την Οδησσό για να ενισχύσουν τα στρατεύματα του Τσάρου που πολεμούσαν για να καταπνίξουν την επανάσταση των Μπολσεβίκων.
Όταν έφτασαν εκεί, είχαν επικρατήσει οι Μπολσεβίκοι και με διαταγή που ήρθε, μπήκαν πάλι στο καράβι και ταξίδεψαν με προορισμό τη Σμύρνη, για να λάβουν μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας.
Έφτασε μέχρι το Σαγγάριο. Όταν οπισθοχώρησαν οι Έλληνες, λόγω δυσκολίας ανεφοδιασμού, έφτασε μέχρι τη Σμύρνη και μετά στην Αθήνα.
Στην Αθήνα γνώρισε και παντρεύτηκε τη θεία μου. Ήταν πεπρωμένο του να παντρευτεί γυναίκα από τα μέρη που είχε πάει να ελευθερώσει.
Η γνωριμία με τον Βάρναλη
Με τις γνωριμίες που είχε η θεία μου -εργαζόταν στο σπίτι του στρατηγού Μίγδλερ- έπιασε δουλειά ως οδηγός στο μεγαλομέτοχο της Εμπορικής Τράπεζας Νικολόπουλο, σύχναζε στο Κολωνάκι, όπου είχε τα γραφεία ο εργοδότης του και εκεί γνωρίστηκε με τον Βάρναλη.
Έγιναν στενοί φίλοι και συναντιόντουσαν πολύ συχνά στα ταβερνάκια της περιοχής. Πήγαινε και τους συναντούσε και ο πατέρας μου. Ο Βάρναλης του χάρισε το βιβλίο «Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ».
Τώρα ερχόταν ο Βάρναλης στο σπίτι μας.
Η μητέρα μου συγύριζε το τραπέζι, έβαλε καθαρό τραπεζομάντιλο και σερβίτσια και ο πατέρας μου πήρε το τηλέφωνο και ειδοποίησε τους φίλους του.
Το Γιώργο τον Ανδριανό, καθηγητή λογιστικών και διευθυντή λογιστηρίου της υαλουργίας του Μποδοσάκη.
Τον Αντώνη τον Κουνέλα σύμβουλο στη διοίκηση της κοινότητος, τον Νικολή τον Γιώργατζη, τον πατέρα του Γιάννη του Γιώργατζη του αντιδημάρχου.
Το θείο μου το Θανάση, τον αδελφό της μητέρας μου.
Η μητέρα μου ήρθε βρέφος από τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας της έμεινε εκεί για να τους περιμένει να γυρίσουν και χάθηκε. Για πατέρα και προστάτη είχε τον αδερφό της, τον Θανάση τους, όπως έλεγε.
Επί Μεταξά με ειδοποίησαν ότι τον Θανάση μας τον είχαν πάει στην Ασφάλεια. Έτρεξα να τον βρω. Τον είχαν σε ένα δωμάτιο μαζί με τον Καρέλη και τον Γκάσταγλη, καθισμένους απάνω σε κολώνες από πάγο. Ήταν μελανιασμένοι από το ξύλο και το κρύο.
Ήρθαν όλοι και σε λίγο ήρθε ο Βάρναλης με τον θείο μου και έναν άλλο κύριο.
Ο Βάρναλης τους χαιρέτησε όλους δια χειραψίας, εγώ καθόμουν στην άκρη της βεράντας, ντράπηκα πολύ όταν ο Βάρναλης ήρθε προς τα εμένα για να με χαιρετήσει.
Σηκώθηκα αμέσως και τον χαιρέτησα.
Κάθισα στο τραπέζι, η μητέρα μου έφερε φρέσκους μεζέδες και μια καράφα κρασί.
«Μην κάνετε φασαρία για εμάς, μόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι», είπε ο Βάρναλης.
Μόνο αν έχετε λίγο χαλβά από τη Σαρακοστή.
Η μητέρα μου αμέσως πήγε και έφερε ένα κομμάτι χαλβά. Ο Βάρναλης τον έκοψε φέτες και ζήτησε κανέλα και λεμόνι. Έβαλε κανέλα πάνω στον χαλβά και έστυψε λεμόνι. Έκοψε ένα κομμάτι και το έφαγε. Ήπιε και μια γουλιά κρασί. Έδειξε ικανοποίηση και ήπιε το υπόλοιπο.
«Είδες που σου έλεγα πως ο Φώτης έχει καλό κρασί;», του είπε ο θείος μου.
«Μα, αυτό είναι υπέροχο», του είπε ο Βάρναλης και πράγματι το κρασί που έφτιαχνε ο πατέρας μου από το αμπέλι μας στο Μορτερό ήταν πολύ καλό.
Με το χαλβά και το καλό κρασί έμειναν μέχρι το βράδυ συζητώντας. Τον ρωτούσαν για την πορεία του κομμουνισμού και πώς είδε τα πράγματα στη Μόσχα, όταν πήγε να παραλάβει το βραβείο Λένιν που του είχε απονεμηθεί.
«Ο χρόνος δουλεύει για τον κομμουνισμό»
«Ο χρόνος δουλεύει για τον κομμουνισμό», είπε, εννοώντας ότι στο μέλλον όλα τα κράτη θα στραφούν προς τον κομμουνισμό για την σωτηρία τους.
Ίσως προέβλεπε την τραγική κατάληξη που έχει σήμερα ο καπιταλισμός.
Δεν γνώριζε, ίσως, ότι τρία γεγονότα είναι απρόβλεπτα: η πρόγνωση του καιρού σε μάκρος χρόνου, η πρόγνωση του σεισμού, πού και πότε θα γίνει και η ιστορική πορεία μιας κοινωνίας.
Πολλές φορές γύριζε και με κοιτούσε.
Ίσως σκεπτόταν, «γιατί κάθεται αυτός ο νέος και μας παρακολουθεί;». Ίσως τον ευχαριστούσε που με έβλεπε και τους άκουγα.
Έφυγαν.
Την άλλη μέρα ήταν από τις λιγοστές φορές που συζήτησα με τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου δεν έλεγε πολλά, ήταν πάντα σιωπηλός, είχε τον τρόπο, όμως, με τη σιωπή του να μου μεταφέρει τη συμβουλή του, τη γνώμη του και να μου επιβάλει τη θέλησή του. Εκ των προτέρων ήξερα, εάν αυτό που κάνω, το εγκρίνει, εάν έκανα κάτι αντίθετο δεν θύμωνε, δεν εκνευριζόταν, δεν με μάλωνε, μου έλεγε με σοβαρότητα, αυτό που έκανες ήταν λάθος και μου εξηγούσε το λόγο. Ήταν πάντα δίπλα μου και τον αισθάνομαι δίπλα μου ακόμα.
«Είδες τι είπε ο Βάρναλης», μου είπε. «Ότι το βλέμμα όλων στη Σοβιετική Ένωση είναι στραμμένο προς τους νέους, για τι οι νέοι είναι εκείνοι που θα συντελέσουν στην πρόοδο της κοινωνίας τους και θα διαδώσουν τον κομμουνισμό σε όλον τον κόσμο».
Δυστυχώς απέτυχε.
Αλλά και στη δική μας κοινωνία που έχει στραμμένη τα νότα της προς του νέους, μοιάζουμε σαν το δημιουργό που πριν καλά-καλά τελειώσει τη δημιουργία του, τη βλέπει, τη φτύνει και την πετροβολά και ας ξέρει ότι μέσα της είναι η ίδια του η ψυχή του.
Φοβάται να ακολουθήσει τους νέους που ζητούν ευκαιρία για δημιουργία, για αγώνα, για προκοπή και πρόοδο.
Φοβόμαστε μην τους ακολουθήσουμε και χάσουμε τη βολή μας, την ησυχία μας, αλλά βολεμένοι από τις πολυθρόνες μας μπρος στην τηλεόραση, δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε προκοπή ούτε και πρόοδο".
Θυμίζουμε και την πολύ γνωστή, τραγουδισμένη από την ψυχή του Νίκου Ξυλούρη μπαλάντα, έργο και αυτό του Κώστα Βάρναλη:
Η Μπαλάντα του Κυρ- Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' φήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαϊ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
"Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"
Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Kι' όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),
H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι' ως δε φελούσα
κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου