Οι ελεύθερες βουλευτικές εκλογές είναι η ύψιστη μορφή έκφρασης της Λαϊκής Κυριαρχίας στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτισμού.
Όσοι έχουν πολιτικά δικαιώματα, καλούνται να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαδικασία, σε δεδομένο χρόνο. Η απόφαση που πρέπει να λάβουν είναι η εκδήλωση εμπιστοσύνης σε έναν κομματικό μηχανισμό που διεκδικεί, μαζί με άλλους, την επίσημη καταγραφή της δύναμής του στο πολιτικό περιβάλλον με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Οι προτάσεις των κομμάτων, που μπορεί να περιλαμβάνουν ο,τιδήποτε θέλη βάλη ο νους του ανθρώπου, εκθέτονται λίγο ως πολύ με τη δημοσίευσή τους στα ΜΜΕ αλλά και με την ενεργή δραστηριοποίηση των κομματικών στελεχών με σκοπό καταρχήν να πείσουν για το ορθό, αληθινό και δυνατό των θέσεών τους.
Από την άλλη πλευρά, η ορθολογική απόφαση για τον ψηφοφόρο προϋποθέτει κύρια και καίρια την πλήρη γνώση, πληροφόρηση και κατανόηση αυτών των θέσεων των κομμάτων πράγμα όμως που είναι αδύνατο να συμβεί λόγω των αντικειμενικών και ατομικών περιορισμών που υφίστανται.
Το κενό αυτό καλύπτεται σκόπιμα από τα κόμματα, με τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των εκλογέων που εκπορεύεται με στρατηγικό τρόπο. Επιβεβαιωτικού και νικηφόρου χαρακτήρα για ένα ορισμένο κόμμα και αμφισβήτησης και καταδίκης για ένα άλλο. Οι δράσεις των κομμάτων με αυτό το περιεχόμενο αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικές και σε τελική ανάλυση πιο συμφέρουσες για τα ίδια τα κόμματα με τραγικές όμως μελλοντικές συνέπειες για την κοινωνία στο σύνολο.
Ακραίες μορφές τέτοιων τεχνικών έχουμε ζήσει στη χώρα μας. ( Η επιστήμη της επικοινωνίας σήμερα έχει αναλάβει την υποχρέωση, αυτή η διαδικασία να γίνεται με τέτοιον τρόπο που να διεγείρει τα αυτόματα ανακλαστικά του ψηφοφόρου, χωρίς όμως να προκαλεί.)
Η λογική είναι απλή ως πρόταση στον ψηφοφόρο. «Δεν ξέρεις ούτε καταλαβαίνεις πλήρως ποιες είναι οι θέσεις μας. Δεν έχει πολύ σημασία. Θέλουμε να μας εμπιστευθείς και να εμπιστευτείς τον αρχηγό μας. Να αυτός είναι. Ο άλλος δεν σου ταιριάζει. Ο δικός μας θα πάρει αποφάσεις που θα είναι προς το συμφέρον σου όποιες και αν είναι αυτές. Οι άλλοι σου λένε ψέματα. Θέλουν το κακό σου γιατί εξυπηρετούν δόλια συμφέροντα.»
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η εκλογική διαδικασία είναι ένας σύνθετος πολιτικός διαγωνισμός καταδικασμένος σε αποτυχία εάν η καθολικότητά του (το Εκλογικό Σώμα είναι δυνητικά ίσο με τον ενεργό πληθυσμό) δεν εξασφάλιζε ότι για κάθε ανορθόδοξη και στενά υποκειμενική ψήφο θα υπήρχε μια ανταγωνιστική της που θα είχε προτάξει το προσωπικό μεν συμφέρον αλλά στο πλαίσιο στήριξης της Κοινωνίας. Και ότι οι θετικές για το κοινό καλό ψήφοι θα ήταν τελικά πιο πολλές από τις αρνητικές.
Αυτός ο αυτοέλεγχος της Δημοκρατίας ωστόσο, είναι δυνατός σε πραγματική πολιτική αναμέτρηση τουλάχιστον δικομματισμού, στοιχείο που πρόσφατα σημειώθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος προχώρησε περισσότερο επισημαίνοντας τους κινδύνους μιας απλής συγκυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ με ανατροπή των ισορροπιών και εκδήλωση μαξιμαλιστικών φαινομένων από μικρούς σχηματισμούς.
Επιπρόσθετα όμως με αυτή ή όποια άλλη συλλογιστική, γεγονός είναι ότι και ο κώδικας διεξαγωγής των εκλογών και ανάδειξης βουλευτών, δηλαδή ο εκλογικός νόμος, αναγνωρίζει «λάθη» και για το λόγο αυτό έρχεται ουσιαστικά να σταθμίσει υπέρ του πρώτου κόμματος μη σαφώς εκφρασμένη πολιτική δύναμη. Είναι η πρόβλεψη της ενισχυμένης αναλογικής με τις παραλλαγές και εκδοχές της. Επίσης δέχεται ότι, σε τοπικό επίπεδο η κατάχρηση δύναμης των κομματικών στελεχών ενδεχομένως να οδηγήσει σε παραποίηση του εκλογικού αποτελέσματος αλλά και σε πιθανή αμφισβήτηση του κομματικού συστήματος εκπροσώπησης και για το λόγο αυτό προβλέπονται «λίστες». Κάποιοι υποψήφιοι δηλαδή θα καταλάβουν θέσεις στο Κοινοβούλιο παίρνοντας προβάδισμα παρά την, ενδεχομένως, αντίθετη άποψη των ψηφοφόρων.
Με τον εκλογικό δηλαδή νόμο καταρχήν αναγνωρίζονται πανηγυρικά αδυναμίες και στη συνέχεια γίνεται αυθαίρετη προσπάθεια σταθμικής διόρθωσης των αποτελεσμάτων της εκλογικής διαδικασίας, δηλαδή της «ύψιστης μορφής έκφρασης της Λαϊκής Κυριαρχίας στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτισμού», όπως ήδη έχουμε αποδεχθεί.
Καταλήγουμε δηλαδή στο άτοπο, υπό το πρίσμα των δημοκρατικών αρχών, ότι οι εκλογές δε λειτουργούν σωστά. Γιατί δε θα ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε διόρθωση της βούλησης των ψηφοφόρων ακόμη και αν δεχθούμε ότι αυτό γίνεται καλοπροαίρετα ως ορθή πολιτική αντιμετώπιση του εκλογικού αποτελέσματος, μέσα από μια εκ των προτέρων γνωστή στους ψηφοφόρους μέθοδο, στοιχείο και αυτό επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας ενός κόμματος ή μιας πολιτικής μέσω της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας.
Όλα δηλαδή είναι γνωστά εκ των προτέρων και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει θέμα δημοκρατικής εκτροπής;
Υποστηρίζεται δηλαδή, με απλά λόγια, ότι καθώς ο Έλληνας είναι ελεύθερος να επιλέξει να φάει γενικά και αόριστα κοτόπουλο, χοιρινό ή μοσχάρι η επιλογή του είναι και σεβαστή και δημοκρατική.
Τι γίνεται αν κάποιος θέλει να φάει ψάρι; «Ψάρι δεν έχουμε!». Είναι η απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας.
«- Και το κοτόπουλο πως το σερβίρετε;»
« - Θα δεις όταν θα έρθει!», είναι η απάντηση που δέχεται αδιαμαρτύρητα ο Έλληνας.
Δεν ακούγεται πολύ δημοκρατικό αυτό…
Μήπως τελικά οι εκλογές δεν είναι πολύ ελεύθερες;
Μήπως δηλαδή η βούληση του Έλληνα, σε κάποιο στάδιο της εκλογικής διαδικασίας, υπονομεύεται από απάτη, πλάνη ή απειλή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου