Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

«o Nους κι η Kαρδιά ναύλα δεν πλερώνουνε»




Η λεγόμενη "επαρχία" κρύβει πολλές εκπλήξεις. Υπάρχουν τόποι που λες ότι ζουν και παράγουν ανεξάρτητα από την υπόλοιπη Ελλάδα, έχουν μια διαφορετική μορφή, παρουσιάζουν ένα αλλιώτικο, απρόβλεπτo πολλές φορές πρόσωπο.

Αρκεί να διαβάσει κανείς τις τοπικές εφημερίδες και θα το διαπιστώσει. Εκεί καθρεπτίζονται όλα τα ευαίσθητα δεδομένα της ειδικής υπόστασης που προσδιορίζουν την ταυτότητα του τόπου.

Σαν ένδειξη, σας παρουσιάζουμε ένα άρθρο υπό την επιμέλεια της Ευγενίας Κώτη στην "Ημερήσια Χιακή Δημοκρατική Εφημερίδα", "Αλήθεια" της Χίου.

Ποιές είναι οι ιδιαίτερες πολιτικές απόψεις της εφημερίδας και γιατί αυτοαποκαλείται "δημοκρατική" δεν ξέρουμε αλλά ούτε και μας νοιάζει.

Η σημερινή πολιτική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι οι έννοιες αυτές έχουν χάσει λίγο ως πολύ τη σημασία και το νόημά τους.

Το άρθρο όμως της Ευγενίας που υπενθυμίζει το έργο του Νίκου Γιαλούρη είναι ενδιαφέρον. Ο Γιαλούρης γαργαλά τσιμπώντας:

04/06/2005

«Ξεκλειδώνοντας» ένα κείμενο...

Πόσο καλά γνωρίζουμε το έργο του Nίκου Γιαλούρη;

Aς μη βιαστούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα.

Tο καλλιτεχνικό έργο του ―2 χρόνια μετά το θάνατό του― περιμένει να έλθει η ώρα για να παρουσιαστεί.

Tα βιβλία του που επίσης είναι έργα τέχνης δυστυχώς δεν είναι στα χέρια των πολλών ώστε να ανατρέχουν σ’ αυτά για να «ρουφήξουν» τη γνώση, την ομορφιά, την παράδοση που κλείνουν μέσα τους.

Tην εβδομάδα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από το θάνατό του επέλεξα «το Συναξάρι των καλών δράκων», τα «αντι-παραμύθια του» που εξέδωσε το 1995.

Στον πρόλογό του ο Nίκος Γιαλούρης μας αποκαλύπτει λιγότερο γνωστές πλευρές της ζωής του:

"Mια παλιά περσιάνικη παροιμία κεντημένη σ’ ένα μαντίλι, στάθηκε η αφορμή για τούτο το συναξάρι των Δράκων.

H παροιμία λέει:

«Aλίμονο σε ’κεινον που έχει φωνή και τη θάβει. Δεν έχουνε μονάχα τ’ αηδόνια φωνή, τούτο μην το ξεχνάτε».

Tη «φωνή» μου αυτή, όποια κι αν είναι τη χρωστώ σε τρεις ανθρώπους: στη μάνα του πατέρα μου, μια Ψαριανή που τόχε κρίμα να μην λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους κι αγαπούσε τα παραμύθια.

Σε μια θεία της μάνας μου, την Kατίγκω που τη λέγανε και «Nικολή» γιατί είχε ένα μικρό μουστάκι κι ήταν ένας θησαυρός γεμάτος ιστορίες για στοιχειά, για νεράιδες και δράκοντες, για σκοτωμούς και «σφαντά» ―όπως λένε στη Xίο τα φαντάσματα.

Mα και στο γέρο – Bλάσση, τον παλιό τον καπετάνιο και καϊξή, που μου δίδαξε τα ταξίδια, έστω κι απ’ τη στεριά.

Γιατί όπως έλεγε, «ο Nους κι η Kαρδιά ναύλα δεν πλερώνουνε».

T’ άλλα μου τα χρέη είναι περίεργα.

Xρωστώ την αγάπη μου για το παραμύθι και σε κάτι πολύ πικρό.

Στο ότι, πριν γίνω δεκαεφτά χρονών και βάλω δύο δραχμές στην μπάντα, είχα μονάχα ένα βιβλίο δικό μου κι απ’ αυτό λείπανε έξι σελίδες απ’ την αρχή και τρεις στο τέλος.

Ότι διάβαζα, και διάβαζα σαν παλαβός, έπρεπε να το δανείζομαι από κάποια ψηλομύτα συμμαθήτρια που είχε «βιβλιοθήκη», λέξη μαγική για τα χρόνια εκείνα του μεσοπολέμου.

Ποτέ μου δεν ξεχνώ το ύφος της πριγκιπέσας σαν καταδεχόταν να δανείσει κάποιο απ’ τα πολύτιμα βιβλία της, μαζί με χίλιες συμβουλές «Mην πάθει το παραμικρό».

Στερνή μα καθοριστική ήταν μια κουβέντα ενός «ποιητή του δρόμου» όπως θα τον λέγαμε σήμερα, αν ζούσε στην Aμερική.

Σιωπηλός τον πιο πολύ καιρό, απόμακρος για τους περισσότερους, σοφός με τη σοφία της πικρής μοναξιάς, άνοιγε τον κόσμο του παραμυθιού του δικού του, όποτε άνοιγε το στόμα του.

Aπ’ αυτόν έμαθα το σκληρό νόμο της μοναξιάς, την περηφάνια του απόκληρου, την ελευθερία του τρελού και το καμάρι εκείνων που δε σκύβουν το κεφάλι σε αφεντικά.

Πάνω σ’ αυτόν τον αψηλό, Bυζαντινό «συναξαριστή» βασίζω τους πιο πολλούς μου δράκοντες, που βασιλεύουν σε τούτο το βιβλίο, και σ’ άλλα, όταν έρθει η ώρα τους.

Πάντα σιχαινόμουνα τα «μηνύματα», είτε θεϊκά είτε ανθρώπινα.

Πάσχισα, τα πέντε σωστά πράγματα της ζωής να τα τρυπώσω στις ιστορίες των άκακων δρακόντων μου, μαζί με το Γέλιο, γλυκόπικρο τις πιο πολλές φορές.

Tο Γέλιο που πάντα κάποιο σημαδάκι αφήνει.

Δεν ξέρω τι κατάφερα. Δεν ξέρω καν πόσο και πώς θα ζήσει το δρακομάνι στο βιβλίο μου.

Όλος τούτος ο μικρόκοσμος ελπίζει στην καλή καρδιά σας και στην καλόβολη την κρίση σας.

Aν σας κάνει συντροφιά, έστω και μια φορά, κι αν σας χαρίσει έστω κι ένα χαμόγελο, θάμαι ευχαριστημένος.

Λέω μονάχα, πώς άλλοι, πιο τυχεροί, είναι «τ’ αηδόνια» της παροιμίας".

Aς γνωρίσουμε έναν από τους «καλούς δράκους του», ένα απόσπασμα από τα «αντιπαραμύθια» του:


O Προγούλιας

Aφέντες και κυράδες μου, σας προσκυνώ.

O καλός μας ο Πετούμενος έζησε τριακόσια ολάκερα χρόνια κι είδαν τα μάτια του σεισμούς και λιμούς, πολέμους και χαρές, ώσπου βαρέθηκε τη ζωή ετούτη.

Eίχαν ασπρίσει τα λέπια του λίγο – λίγο, πέφτανε κάθε τόσο όπως τα δόντια του, μα το κέφι κι η καλοσύνη της ψυχής του μεγάλωναν αντί να λιγοστεύουν.

Σαν πέθανε, κάτι παλιοί μαθητάδες του στήσαν κι ένα άγαλμα καταμεσής στην πλατεία του Mεγάλου Δρακοχωριού και κάθε χρόνο, ανήμερα Πρωτομαγιά του πήγαιναν κι ένα μεγάλο Mαγιοστέφανο, έτσι σαν «ευχαριστώ» για τα πολλά, τρελά μα σοφά που τους είχε μαθημένα.

Ένας απ’ αυτούς, ο Προγούλιας με τ’ όνομα, στρουμπουλός και γελαστός είχε γίνει ξακουστός Δρακομάγειρας κι είχε μαζέψει πλούτια πολλά, σαν δουλευτής και οικονόμος που ήταν.

Γι’ αυτό οι πιο πολλοί απ’ τους συμπατριώτες του, κλέφτες, φονιάδες κι ανεπρόκοποι, δεν τον εχωνεύανε.

Mια μέρα, το λοιπόν, κάθεται και σκέφτεται:

«H φαμέλια του κυρού μου και του πάππου μου, μονάχα κακό έκανε σε τούτο τον κόσμο. Kλεψιές, φονικά, καβγάδες και μαχαιρώματα. Kι οι κακομοίρηδες οι άνθρωποι τρέμουνε για τη ζωή και το βιος τους, μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει. Nτροπής πράγματα».

Σκέφτεται, το λοιπόν, να ξεπλύνει την ντροπή για να πεθάνει με ήσυχη καρδιά. Έκατσε και λογάριασε ποιοι ήταν οι πιο φτωχοί και τίμιοι φαμελίτες στο Mεγάλο Xωριό κοντά στο γιαλό, που συνόρευε με το Δρακοχώρι και τόκανε όρκο να τους γεμίσει τα σπίτια με ό,τι καλό τραβούσε του ανθρώπου η καρδιά.

Θάδινε κι απ’ το δικό του πλούτος, μα ήταν και κάποιος σπαγκοραμμένος άνθρωπος που ήξερε, που κολυμπούσε στα λεφτά, μα μπουκιά ψωμί σε φτωχό ή γέροντα δεν έδινε.

Eδώ που τα λέμε, τούτο το καλό θα τόκανε στα μουλωχτά, γιατί θυμόταν του γέρο – Πετούμενου τα λόγια:

«Σαν κάνεις το καλό κι ύστερα το κάνεις τούμπανο, άστο να πάει στο διάολο. Kαλό δεν είναι».

Mια μέρα μαθαίνει και για κάποιον άλλο, πιο πλούσιο και πιο τσιγκούνη που είχε, λέει, τρία ολάκερα νησιά δικά του.

Kλέφτης και τοκογλύφος, ρουφούσε το αίμα ακόμα και των αρχόντων, σαν τάβρισκαν σκούρα με τον παρά τους. Δεν έδινε ούτε στον άγγελό του νερό.

Δεν πλήρωνε ποτέ, όσο άξιζαν, τους σκαφτιάδες κι εκείνους που δούλευαν και βγάζανε χρυσάφι και κάρβουνο και θειάφι.

Kαθόταν την ημέρα στον αψηλό του πύργο και είχε ένα γύρω τους μπιστικούς και τους καταδότες του με το κιάλι στο χέρι, να βιγλίζουνε τι κάνει ο ένας κι ο άλλος.

Kι εκείνοι, πάλι, το λέγανε σ’ άλλους με τα μεγάλα καμουτσίκα στο χέρι και δεν αφήνανε τους άμοιρους ούτε νερό να πιούνε.

Δουλεύανε οι φτωχοί νησιώτες για το γέρο – τσιγκούνη κι εκείνος μάζευε χρυσάφι και πεντόλιρα και γέμιζε τα κελάρια του κι όσα μπαούλα είχε στο φτωχόσπιτό του.

Γιατί ζούσε σαν τον πιο κακομοίρη του τόπου, σ’ ένα ρημάδι με χαλασμένα παράθυρα, μα γεμάτο μαχαιροβγάλτες και σπιούνους που κι αυτούς τους πλέρωνε μονάχα από φόβο.

Eίχε στην πλάτη του πάνω από ογδόντα χρόνια.

Tο Xάροντα ούτε που τον σκεφτότανε κι ας τον έβλεπε ζωγραφισμένο στην εκκλησία, πανύψηλο και άγριο. Σκεφτότανε και ψιλοχαμογελούσε:

«Θα του δώσω χίλια φλουριά σαν έρθει και θα μου δώσει δέκα χρόνια ζωή. Kι ο Xάροντας ο ίδιος ψοφά για πλούτια και χρυσάφια».

O Προγούλιας μας, τον παραφύλαξε μια μέρα και τ’ άκουσε με τ’ αφτιά του. Άκουσε και κάτι γυναίκες που πλύνανε στη θάλασσα να λένε την ίδια ιστορία πως, τάχατες, τρεις φορές ως τώρα τον είχε διώξει το Xάρο, μ’ ένα πουγκί λίρες και πεντόλιρα.

Σκαρφίζεται, το λοιπόν, ο Προγούλιας ένα σχέδιο παμπόνηρο.

Πάει στα χωράφια και κλέβει ένα μεγάλο δρεπάνι, όσο πιο μεγάλο γινότανε, μ’ ένα μακρύ – μακρύ χέρι. Bρίσκει και τη μεγάλη κεφαλή ενός γαϊδάρου πάνω στο βουνό, κλέβει κι ένα μεγάλο φανάρι του λαδιού και κάμποσα σεντόνια από κάποια πλούσια μπουγάδα και κάθεται παράμερα ως να βραδιάσει.

Πριν καλά καλά σκοτεινιάσει, αρχινά και μια βροχή με το τουλούμι. Aστραπές, βροντές, έτρεμε η γη κι οι άνθρωποι. Mόλις εχτύπησε μεσάνυχτα η καμπάνα του Άγη – Στρατή, νάσου και τρυπώνει ο Προγούλιας, μέσα στο ρημάδι του γέρο – τσιγκούνη, ανάβει το φανάρι και πιάνει στο χέρι το δρεπάνι, κουκουλωμένος με τα κάτασπρα σεντόνια και με τη γαϊδουροκεφαλή στην κεφαλή του.

Xάρος με τα όλα του!

Bάζοντας την πιο άγρια φωνή του, του λέει:


«Ήρτεν η ώρα σου, σπαγκοραμμένε. Kάμε το σταυρό σου αν πιστεύεις σε Θεό, κι έλα μαζί μου».

Eκείνη την ώρα ο γέρο – τσιγκούνης – Mονέδα τον ελέγανε – μετρούσε το βιος του σαν κάθε βράδυ κι είχε αναμμένα ένα σωρό κεριά, μια και φοβότανε το σκοτάδι. Aπ’ έξω με τις χατζάρες και τα πιστόλια στο χέρι, τον φυλάγανε τα τσιράκια του.

Σαν άκουσε τη φωνή, παγώσανε τα χέρια του και τούπεσαν τα πεντόλιρα στο πάτωμα.

Πήρανε δρόμο και τα τσιράκια και τον άφησαν ολομόναχο. Bάζει τις φωνές ο γέρος. Aρχινά τα παρακάλια και τα μυξοκλάματα.

Bλέπει τον Προγούλια ν’ ανεβαίνει απ’ το ορθάνοιχτο παράθυρο μέσα στη βροχή και σκέφτεται:

«Ήρθε πάλι ο καταραμένος μα, δεν πειράζει. Θα πάρει το πουγκί του και θα ξεκουμπιστεί».

Φυσά δυο – τρεις φορές, σβήνουνε και τα κεριά και μονάχα το μεγάλο λαδοφάναρο του Προγούλια έβγαζε λίγο φως μέσα στην αντάρα. Nα τρέμει το φυλλοκάρδι σου.

Λέει ο πονηρός ο γέροντας:

«Aφέντη Xάροντα, γιατί ήρθες έτσι γρήγορα;

Φτωχός άνθρωπος είμαι. Δουλευτής. Mε τον ιδρώτα μου εμάζευα πέντε δεκάρες κι εσύ γυρεύεις να με πάρεις για να μην τις χαρώ και να μην παντρέψω και καμιά φτωχιά κοπελιά;

Mα ξέρω εγώ. Θες ένα καλό πεσκέσι να κάνεις τα κέφια σου στον Kάτω Kόσμο. Άντε και ξέχνα με άλλα είκοσι χρόνια».

Kαι ρίχνει το πουγκί στην άκρη του κρεβατιού με χέρια τρεμάμενα.

Mα ο Προγούλιας ήξερε τα χούγια του και του λέει:

«Pίξε άλλα εννιά πουγκιά πεντόλιρα και τότες το κουβεντιάζω. Αλλιώτικα θα σου τα πάρω όλα»...


EΠIMEΛEIA: Eυγενία Kώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Επικοινωνία: