Πολύ
κουβεντολογία και πολιτική καφενείου για τα θέματα της διαφθοράς του πολιτικού κόσμου, της ανεύθυνης συμπεριφοράς κάποιων κομμάτων αλλά και γενικά της απαξίας της δημόσιας ζωής.
Αφού το ίδιο το Ελληνικό Κράτος ως υπόσταση φαίνεται να στηρίζεται στη νοθεία, στη διαφθορά και στη συναλλαγή που ανέχεται και συντηρεί τότε για
ποιό συγκεκριμένο θέμα μιλάμε και σε ποιόν να ρίξουμε τις ευθύνες;
Την κύρια ευθύνη την έχουμε εμείς οι πολίτες που ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση της κατ' επίφαση Δημοκρατίας.Ασφαλώς και θα υπάρξουν
κουκουλώματα.Τι να κάνει και η
κομματική Δικαιοσύνη;
Έχει και αυτή τα όρια της ανεξαρτησίας της και δεν είναι δυνατό να προκαλέσει πολιτικό ή πολιτειακό πρόβλημα.Συχνά - πυκνά ακούμε όμως και εισαγγελείς και δικαστές να βγαίνουν από τα ρούχα τους.
"Αφού αυτή είναι η νομοθεσία", λένε, "εμείς τι να κάνουμε;".
Αυτό κύριοι λέγεται αρνησιδικία.Η Ελληνική νομοθεσία είναι
υπέρ-πλήρης και καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Είναι δυνατό να μην καλύπτει το αιώνιο Ελληνικό φαινόμενο της νοθείας που εκφράζεται με την πολιτική διαφθορά;
Όχι βέβαια.
Για παράδειγμα ας πάρουμε, με την ευκαιρία της συζήτησης για το λεγόμενο σκάνδαλο της
Siemens, το θέμα της, κατά γενική αποδοχή, παραγραφής των αξιόποινων πράξεων υπουργών και κατά συνέπεια, όπως αναφέρεται, όλων των εμπλεκομένων.
Το σχετικό νομοθέτημα είναι ο
Ν. 3126/2003 (ΦΕΚ Α 66 19.3.2003).Στην εισηγητική έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης που παρουσιάστηκε στις 18.2.2003 στη Βουλή αναφέρθηκαν τα εξής:(Για την Ιστορία, παραθέτουμε το πλήρες κείμενο. Αν δεν έχετε υπομονή
προχωρήστε πιο κάτω και διαβάστε την
άποψή μας):
Έχω την τιμή, σήμερα, να εισηγούμαι ενώπιον του Σώματος τον τελευταίο εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, από τους προβλεπόμενους εκτελεστικούς νόμους έχουν ψηφισθεί οι ακόλουθοι:Νόμος
2944/2001 με τον οποίο μεταφέρονται διοικητικές διαφορές από το Συμβούλιο της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια προς εκτέλεση των άρθρων 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος.
Νόμος
2993/2002 με τον οποίο ρυθμίζονται τα κωλύματα και ασυμβίβαστα των δικαστικών λειτουργών, η αντικατάστασή τους από συμβούλια και επιτροπές, καθώς και η συγκρότηση και λειτουργία των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων και των συμβουλίων δικαστικών υπαλλήλων προς εκτέλεση των άρθρων 89, 90 και 92 του Συντάγματος.
Νόμος
3038/20002 με τον οποίο συγκροτείται το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος για την επίλυση μισθολογικών, συνταξιοδοτικών κλπ. διαφορών δικαστικών λειτουργών.
Νόμος
3068/2002 για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις και για την προαγωγή των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας προς υλοποίηση των άρθρων 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 και 88 παρ. 6 του Συντάγματος.
Ο νόμος για την ποινική ευθύνη Υπουργών έχει την αυτονόητη σημασία του σε κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία καθώς αποτελεί ένα ξεχωριστό νομοθέτημα που προσπαθεί να βρει τη
χρυσή τομή ανάμεσα σε θεμελιώδεις ανάγκες του πολιτικού μας συστήματος που στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκονται σε μία σχέση έντασης :
από τη μια υπάρχει η ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας, η αρχή του φυσικού δικαστή και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και από την άλλη, η διάκριση των εξουσιών, η ομαλότητα του κοινοβουλευτικού μας βίου και η προστασία της τιμής των πολιτικών που έχουν αναδειχθεί με τη λαϊκή ψήφο από την άλλη.
Ακριβώς για το λόγο αυτό ανέκαθεν υπήρχε σχετική συνταγματική πρόβλεψη (πρώτος οργανικός νόμος βάσει του άρθρου 80 του Συντάγματος του 1864 ήταν ο
ΦΠΣτ΄/1876, για να ακολουθήσουν το
ΝΔ 802/1971 και τελευταία ο
Ν. 2509/1997), χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει και καθιέρωση υπουργικών προνομίων σε σχέση με την ποινική τους, έναντι των άλλων πολιτών, μεταχείριση.
Σκοπός της συγκεκριμένης επιλογής είναι, αφενός μεν η προστασία της τιμής των πολιτικών και της ομαλότητας του πολιτικού βίου και αφετέρου η ταχεία εκκαθάριση των ποινικών υποθέσεων, στις οποίες εμπλέκονται μέλη της Κυβέρνησης.
Αυτή η αυτονόητη σε κάθε χώρα σημασία του θεσμού αυτού, στην Ελλάδα αποκτά μία ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα λόγω της ιστορικής εμπειρίας από την εφαρμογή του νόμου αυτού.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στο απώτερο παρελθόν της χώρας μας, όπως
π.χ. το
1964-65 όταν το περίφημα θέμα της παραγραφής είχε γίνει αντικείμενο έντονης πολιτικής διαμάχης με αρνητικές επιπτώσεις στην ομαλότητα του πολιτικού μας βίου.
Δυστυχώς, η πιο πρόσφατη πολιτική μας ζωή, στην περίοδο
1989-1992 ανέδειξε όχι μόνο την κεντρική σημασία που μπορεί να αποκτήσει ο νόμος αυτός σε περιόδους πολιτικής κρίσης αλλά και τις αδυναμίες των θεσμικών ρυθμίσεων που ίσχυαν τότε σε συνταγματικό και νομοθετικό επίπεδο σχετικά με το θέμα της ποινικής ευθύνης των Υπουργών.
Αρκεί να υπενθυμίσω ενδεικτικά τις διαφωνίες για το θέμα της παραγραφής, τις θεσμικές αντιφάσεις που προκάλεσε ο θεσμός των
βουλευτών-κατηγόρων, οι αντιφατικές αποφάσεις σχετικά με την τύχη των τυχόν
συμμετόχων κ.λπ.Τα περισσότερα από αυτά τα ζητήματα ήταν στη βάση τους ζητήματα νομικής ερμηνείας, αλλά στην πράξη έγιναν αντικείμενο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης όπου δύσκολα κανείς ξεχώριζε τη νηφάλια νομική σκέψη από την πολιτική σκοπιμότητα.
Τα προβλήματα εκείνα είχαν ήδη αναγκάσει το νομοθέτη να αλλάξει το 1997 το νόμο περί ευθύνης Υπουργών και να προβεί, με το
ν. 2509/1997, σε ορισμένες βελτιώσεις που όμως δεν ήταν αρκετές καθώς εντάσσονταν σε ένα δεδομένο συνταγματικό πλαίσιο.
Αυτό το συνταγματικό πλαίσιο είναι που άλλαξε το
2001 και νομίζω ότι κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι αλλαγές αυτές διακρίνονται για την ορθότητα και την πληρότητα τους.
Αξίζει να θυμηθούμε τις βασικότερες καινοτομίες του αναθεωρημένου άρθρου 86 :α. Ανατέθηκε η σχετική ανακριτική διαδικασία σε ειδικό ανακριτικό συμβούλιο που λειτουργεί στο πλαίσιο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το οποίο εκδίδει παραπεμπτικό ή απαλλακτικό βούλευμα.
β. Καταργήθηκε ο θεσμός του
βουλευτή-κατηγόρου και αντικαταστάθηκε από τον φυσικό, ας μου επιτραπεί ο όρος, κατήγορο, δηλαδή τον εισαγγελέα.
γ. Προβλέφθηκε η συμμετοχή και Συμβούλων Επικρατείας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
δ. Καθιερώθηκε ρητά η υποχρεωτική
συμπαραπομπή των τυχόν
συμμετόχων στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Τις νέες αυτές συνταγματικές διατάξεις εξειδικεύει το υπό κρίση Σχέδιο Νόμου προβλέποντας επακριβώς τις ουσιαστικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για την υλοποίησή του.
Συγκεκριμένα, θα ήθελα να επισημάνω τις εξής ρυθμίσεις :Η
παραγραφή των αξιόποινων πράξεων (πλημμελημάτων ή κακουργημάτων) που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του παραγράφονται με τη συμπλήρωση
πέντε (5) ετών
από την ημέρα που τελέστηκαν.
Η προθεσμία όμως αυτή αναστέλλεται:α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη, εκτός αν στο μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση του άρθρου 6 παρ. 2 του νόμου αυτού,
β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και
γ) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, για την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου αυτού.
Σε κάθε δε περίπτωση η παραγραφή επέρχεται με τη συμπλήρωση δέκα ετών από την τέλεση της πράξης (άρθρο 3 Σ/Ν).Πρέπει να τονίσω ότι η κατ’ αρχήν - και τονίζω τη λέξη κατ’ αρχήν - πενταετής παραγραφή δεν είναι κάποια καινοτομία αλλά προβλέπεται στον ισχύοντα νόμο 2509/1997 όπου θεσπίζεται παραγραφή στα πέντε χρόνια από την ημέρα που τελέστηκαν, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, δηλαδή αν πρόκειται για κακουργήματα ή πλημμελήματα.
Κι αυτό διότι σε περίπτωση υπουργικού εγκλήματος είναι αδιαμφισβήτητη η αναγκαιότητα να περατωθεί ταχέως η εκκρεμότητα που δημιουργείται, ώστε τα πολιτικά πρόσωπα να μην αντιμετωπίζουν για πολλά χρόνια το φάσμα μιας ποινικής δίκης με όλα τα συνακόλουθα αρνητικά γι΄ αυτούς ενδεχόμενα.
Συγχρόνως όμως επιβάλλεται και η διασφάλιση ικανού χρόνου, για την ασφαλή διάγνωση της υπόθεσης σε όλα τα διαδικαστικά της στάδια.Ως αντιστάθμισμα λοιπόν στον κατά τα άνω χρόνο, και αυτή είναι η καινοτομία του
Σχ/Ν που σήμερα συζητάμε, διευρύνονται οι λόγοι για τους οποίους αναστέλλεται η προθεσμία της παραγραφής.
Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται όχι μόνο όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη (ρύθμιση του ν. 2509/1997) αλλά επιπλέον όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την αναστολή της δίωξης της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, ρύθμιση που αποτρέπει ουσιαστικά τον όποιο κίνδυνο παραγραφής.
Το αξιόποινο των πράξεων των υπουργών εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της για την ποινική δίωξη του υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτό (
άρθρο 3 παρ. 2 Σ/Ν).
Η διαδικασία της ποινικής δίωξης κινείται εφόσον το ζητήσουν εγγράφως και με συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της πράξης τριάντα (30) τουλάχιστον βουλευτές, διαφορετικά είναι απαράδεκτη (
άρθρο 5 παρ. 1 Σ/Ν).
Εφ’ όσον ληφθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σχετική απόφαση σε συνέχεια μιας τέτοιας πρότασης, διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και υποβάλλεται έγγραφο πόρισμα από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής.
Θεωρείται απαράδεκτη νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, αν η
Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει την πρόταση των βουλευτών (
άρθρο 5 παρ. 5 Σ/Ν).
Με την πρόβλεψη αυτή αναγνωρίζεται η ύπαρξη
οιονεί δεδικασμένου και το θέμα αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή δεν επιτρέπεται η «ανακύκλωση» των αιτιάσεων που βασίζονται στα ίδια γεγονότα.
Η απόφαση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης λαμβάνεται, μετά την εισαγωγή του πορίσματος στην Ολομέλεια της Βουλής, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (
άρθρο 6 παρ. 2 Σ/Ν).
Υπενθυμίζω ότι, με τον ισχύοντα νόμο, η απόφαση για την παραπομπή λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία αριθμητικά ίση τουλάχιστον με το άθροισμα που προκύπτει από τον αριθμό των βουλευτών που υπερψήφισαν την τελευταία πρόταση εμπιστοσύνης που υπέβαλε η Κυβέρνηση και το ένα δέκατο των υπόλοιπων βουλευτών.
Νέα πρόταση που αφορά τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες πράξεις, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη (
άρθρο 6 παρ. 4 Σ/Ν).
Με τη διάταξη αυτή αποκλείεται οριστικά το ενδεχόμενο νέας πρότασης για τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες πράξεις, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, εφ’ όσον η Ολομέλεια της Βουλής, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και της σύνταξης σχετικού πορίσματος, αποφασίσει να μην ασκηθεί ποινική δίωξη.
Η αιτιολογία της συγκεκριμένης διάταξης είναι προφανής : η προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε έδωσε τη δυνατότητα της συλλογής όλων των απαραίτητων στοιχείων για τη διαμόρφωση ασφαλούς κρίσης και την εξαγωγή εμπεριστατωμένης απόφανσης.
Κατά συνέπεια, θεμελιώνεται επαρκώς το αυξημένο -σε σχέση με την περίπτωση που δεν είχε γίνει η προκαταρκτική εξέταση- δεδικασμένο της περίπτωσης αυτής.
Η Βουλή ερεύνησε ενδελεχώς το θέμα και έκρινε ότι δεν προκύπτει τίποτε. Αυτή η υπόθεση πρέπει να κλείσει πια.
Η Ολομέλεια της Βουλής μπορεί, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, να αποφασίζει οποτεδήποτε την ανάκληση της απόφασής της για την άσκηση ποινικής δίωξης ή την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, ενώ η αναστολή μπορεί να αρθεί με τις ίδιες διατυπώσεις.
Προϋπόθεση βέβαια των διαδικασιών αυτών είναι να υπάρχει έγγραφη πρόταση τριάντα (30) τουλάχιστον βουλευτών. (
άρθρο 6 παρ. 5 Σ/Ν).
Η άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργού καταλαμβάνει υποχρεωτικά και τους συμμετόχους, οι οποίοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον υπουργό. (
άρθρο 7 παρ. 1 Σ/Ν).
Αυτό βέβαια, όπως είπα και πριν, αποτελεί άμεση συνταγματική επιταγή.
Η δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων δεν θίγεται ως προς τους συμμετόχους, αν η Βουλή απορρίψει ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση ποινικής δίωξης ή αν αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη.
Δηλαδή αυτοί παραπέμπονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια και ως προς αυτούς δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτού του νόμου. (
άρθρο 7 παρ. 3 Σ/Ν).
Η προκείμενη πρόβλεψη αποτελεί αναγκαία συμπλήρωση της συνταγματικής επιταγής για την υποχρεωτική συμπαραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο και των τυχών συμμετόχων, διότι δεν πρέπει να μένει ουδεμία αμφιβολία ότι, αν απορριφθεί από τη Βουλή ως προδήλως αβάσιμη η πρόταση για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού, για τους συμμετόχους επιλαμβάνονται τα κοινά ποινικά δικαστήρια και εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε συνταγματική αταξία.
Παρόμοια άλλωστε είναι η ρύθμιση και της τετάρτης παραγράφου του
άρθρου 11 του Σ/Ν, σύμφωνα με την οποία εάν συντρέχει περίπτωση παραπομπής μόνο του συμμετόχου, το (Ειδικό) Δικαστικό Συμβούλιο τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμόδιου κατά τις κοινές διατάξεις δικαστηρίου.
Ρυθμίζονται τα θέματα του
(Ειδικού) Δικαστικού Συμβουλίου που συγκροτείται από δικαστές του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου Επικρατείας. Θεσπίζεται έτσι για πρώτη φορά ενδιάμεση διαδικασία και προβλέπεται η διενέργεια ανάκρισης η οποία περατώνεται με την έκδοση βουλεύματος (
άρθρα 8, 9 και 10 Σ/Ν).
Το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτείται από δεκατρία τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη (επτά μέλη του Αρείου Πάγου και έξι μέλη του Συμβουλίου Επικρατείας), τα οποία κληρώνονται μετά την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, ενώ καθήκοντα προέδρου ασκεί ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιοβάθμων ο αρχαιότερος (
άρθρο 12 Σ/Ν).
Αντί των βουλευτών-κατηγόρων, καθήκοντα εισαγγελέα ασκεί μέλος της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται κι αυτός με τον αναπληρωτή του στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής (
άρθρο 12 παρ. 2 Σ/Ν).
Ο θεσμός του βουλευτή-κατηγόρου ήταν ιδιαίτερα προβληματικός, αφού τοποθετούσε τους πολιτικούς αντιπάλους στη θέση εισαγγελέα, ενός κρίσιμου παράγοντα της δίκης που πρέπει να παρέχει εχέγγυα αμεροληψίας.
Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται σε υπουργό για πλημμέλημα μετατρέπεται σε χρηματική, ενώ ως προς τα κακουργήματα εφαρμόζονται οι ισχύουσες κοινές διατάξεις (
άρθρο 18 παρ. 2 Σ/Ν).
Η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με τη σύγχρονη τάση της αντεγκληματικής πολιτικής για τον περιορισμό του ενδεχομένου εγκλεισμού στις φυλακές για την έκτιση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε για πράξη σε βαθμό πλημμελήματος, που προδήλως είναι ήσσονος, συγκριτικά με τα κακουργήματα, απαξίας.
Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση πολιτικού προσώπου, όταν ο στιγματισμός από μια καταδίκη, έστω για πλημμέλημα, είναι ήδη αφόρητα επαχθής για την περιβάλλουσα το πρόσωπό του ηθική και κοινωνική αξία, η εν λόγω διάταξη είναι θετική.
Και με τις παρατηρήσεις αυτές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ολοκληρώνω την παρουσίαση των βασικών διατάξεων του Σχεδίου Νόμου του οποίου έχω την τιμή να ζητώ την υπερψήφιση από το Κοινοβούλιο.
Οφείλω να πω ότι το εποικοδομητικό κλίμα που επικράτησε στη σχετική συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής με κάνει να πιστεύω ότι και στην Ολομέλεια θα έχουμε αντίστοιχου επιπέδου συζήτηση επ? ωφελεία του πολιτικού μας βίου.
Όταν κανείς αναλογίζεται το τι συνέβη στην πρόσφατη πολιτική ιστορία με αφορμή τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, αποτελεί δείγμα ωρίμανσης του πολιτικού μας συστήματος η συζήτηση του νόμου αυτού με νηφαλιότητα, καλή πίστη και διάθεση συναίνεσης.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω εκφράζοντας μία ελπίδα: αντίθετα με όλους τους άλλους νόμους που έχω κατά καιρούς έχω εισηγηθεί, αυτός ο νόμος ελπίζω και εύχομαι να μην χρειασθεί ποτέ να εφαρμοσθεί.
Η άποψή μας:
Ο σχετικός νόμος περί Ευθύνης Υπουργών ρυθμίζει τις ποινικές ευθύνες των πολιτικών προσώπων και όχι τις αστικές ευθύνες που μπορούν να αποδωθούν κανονικά ή ακόμη τα σχετικά θέματα Διοικητικού Δικαίου που δεν επηρεάζονται.
Αν και οι αντίστοιχες διατάξεις περί ευθύνης υπουργών παρέχουν νομική βάση για να ισχυριστεί κάποιος ότι τα σχετικά αδικήματα έχουν παραγραφεί, αν συντρέχει τέτοιος λόγος, ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση και δεν θα πρέπει να αναιρεί τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και κύριας ανάκρισης και των σχετικών με αυτές ενεργειών για τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης.
Γνώμη μας είναι ότι θα πρέπει να ασκηθεί και ποινική δίωξη κατά τα οριζόμενα αν προκύψουν οι σχετικές ενδείξεις και η ένσταση παραγραφής να προβληθεί στο ακροατήριο από τον κατηγορούμενο υπουργό.
Επίσης, αν και υπάρχει η άποψη ότι η παραγραφή του αξιόποινου των πράξεων υπουργών συμπαρασύρει και τη δυνατότητα ποινικής δίωξης και άλλων εμπλεκόμενων σε αυτές τις πράξεις, η θέση μας είναι διαφορετική.
Αν προκύψουν αποχρώσες ενδείξεις για αξιόποινες πράξεις προσώπων θα πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη τόσο στα πρόσωπα αυτά όσο και στους εμπλεκόμενους υπουργούς τουλάχιστον για τα αδικήματα της συνέργειας ή και ηθικής αυτουργίας αν ίσως όχι για την κύρια πράξη των υπουργών.
Κάτι διαφορετικό θα ήταν ευθεία παραβίαση πολλών άρθρων του
πυρήνα του Συντάγματος και ειδικά της αρχής της ισότητας καθώς δεν τίθεται κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος παροχής προστασίας ή ειδικής αντιμετώπισης προσώπων που φέρονται να εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις και δεν είναι υπουργοί.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν διατάξεις της
Ευρωπαϊκής έννομης τάξης αλλά και
Διεθνούς Δικαίου που υπερισχύουν της Ελληνικής Νομοθεσίας και κατά συνέπεια θα πρέπει να εφαρμοστούν αυτές όταν υπάρχει λόγος.
Συνεπώς για το θέμα της
Siemens και άλλων που αφορούν ουσιαστικά ξέπλυμα βρώμικου χρήματος δεν υπάρχει νομικά καμία προστασία από εσωτερικό δίκαιο όπως είναι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Σε μια ακραία όντως περίπτωση θα μπορούσε να ζητηθεί ακόμη και η
έκδοση του αρμόδιου υπουργού για να δικαστεί σε άλλη χώρα και σε αυτή την περίπτωση λίγα νομικά όπλα θα είχε η
Ελληνική Πολιτεία για να αντισταθεί.
Ας μην βαφτίζουμε λοιπόν το ψάρι κρέας και ας λέμε την αλήθεια στον Ελληνικό Λαό.Η Ελληνική πολιτική ζωή εμφανίζεται να έχει τη σοβαρότητα των παλιών τηλεοπτικών σειρών
"Ντάλας" και
"Δυναστεία".
Ας αποφασίσουν οι πολιτικοί οι οποίοι δηλώνουν ότι κόπτονται για τη Δημοκρατία να πάρουν πρωτοβουλίες για την πραγματική διάκριση των εξουσιών και το διαχωρισμό κράτους και κόμματος.Αν δεν γίνει αυτό θα συζητάμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια
"κουράζοντας" ενδεχομένως κάποιους πρωθυπουργούς και αρχηγούς κομμάτων.
Είπε κανείς ότι η Δημοκρατία
δεν είναι κουραστική και επικίνδυνη υπόθεση;